Το προδιαγεγραμμένο μέλλον της Ειρήνης
* Φωτογραφία (Pixabay/Hunny Taneja)
Ο χειμώνας έφυγε και ήρθε η άνοιξη. Άλλον έναν Μάρτη, πιστή στο ραντεβού της
η οικογένεια των γανωτών. Πλάι στον φουσκωμένο από τις βροχές ποταμό
της λήθης, ήρθε να ακουμπήσει τα βάσανά της και τα καλογυαλισμένα
μαγειρικά σκεύη που μας επιδεικνύει χρόνια τώρα. Έστησε πάλι ένα
πρόχειρο κατάλυμα επάνω στις λάσπες και τα νωπά αγριόχορτα.
Το νάιλον σηκώθηκε. Η μικρή με τις μακριές κοτσίδες, η Ειρήνη,
πρόβαλε. Φορούσε τα ίδια ρούχα με πέρυσι και πρόπερσι, μόνο που φέτος
έδειχναν επάνω της πιο μικρά από κάθε άλλη φορά. Το πρόσωπό της, το ίδιο
λερωμένο, τα πόδια της, το ίδιο γυμνά. Ήπιε ένα ποτήρι γάλα από ένα
τσίγκινο σκεύος και ύστερα έπιασε δουλειά. Ακούμπησε στα γόνατά της και
άρχισε να τρίβει με μανία τα κουζινικά και, πού και πού, να ρίχνει από
καμιά κλεφτή ματιά στους περαστικούς.
Με αναγνώρισε. Μου χαμογέλασε μόλις με είδε. Κάθε χρόνο με χαιρετά
και την χαιρετώ, κάθε χρόνο από τότε που ήταν μωρό. Θέλω να κάνω κάτι
για εκείνη, μα, αυτά που εγώ μπορώ να της προσφέρω, δεν είναι ικανά να
αλλάξουν ριζικά τη ζωή της.
Βιβλία! σκέφτηκα μια μέρα καθώς περνούσα πλάι της. Βιβλία θα της χαρίσω! Για μπορεί να κλείνει τα μάτια το βράδυ και να ταξιδεύει σε κόσμους λιγότερο σκληρούς από τον δικό της.
Χωρίς να το πολυσκεφτώ, γέμισα μία μεγάλη σακούλα με βιβλία και της τα έδωσα.
Η μικρή τα έκλεισε στην αγκαλιά της και άρχισε να τα μυρίζει.
«Μυρίζουν όμορφα» μου είπε κι εγώ της χαμογέλασα.
«Είναι για εσένα».
«Όλα;» με ρώτησε.
«Όλα».
Τα μάτια της άνοιξαν διάπλατα, τα μάγουλά της απέκτησαν ένα ρόδινο χρώμα, κι ας τα σκέπαζε ακόμη η λάσπη.
«Και αν λερωθούν;» μου είπε και σκούπισε ασυναίσθητα τα χέρια της στα ακόμη πιο λερωμένα ρούχα της.
«Για αυτό είναι τα βιβλία» αποκρίθηκα «για να διαβάζονται ξανά και ξανά και να λερώνονται».
Η όψη της σκοτείνιασε, σαν να στάθηκε επάνω της ένα μαύρο σύννεφο.
«Μόνο που…»
«Μόνο που, τι, Ειρήνη;» τη ρώτησα.
«Δεν ξέρω να διαβάζω».
Με σόκαρε η απάντησή της, κι ας μου είχε περάσει αυτή η σκέψη από τον νου.
«Δεν πειράζει όμως» συμπλήρωσε «μη λυπάσαι. Μπορώ να χαζεύω τις εικόνες».
«Θέλεις να σου μάθω να διαβάζεις;» της πρότεινα κι έσφιξα τα χέρια
της στα δικά μου. Μα εκείνη τα τράβηξε αμέσως και κοίταξε τον πατέρα
της, ο οποίος είχε καρφώσει τα μάτια του επάνω μας.
«Πρέπει να φύγω» μου είπε και, αφού άφησε τα βιβλία που της χάρισα στη σκηνή, έπιασε πάλι δουλειά.
Την άνοιξη διαδέχτηκε το καλοκαίρι, ο χειμώνας και το φθινόπωρο. Και
ήρθε ο επόμενος Μάρτης.
Μαζί με εκείνον, ήρθε και η Ειρήνη με τους
γονείς της.
Την κοίταξα, με κοίταξε, της χαμογέλασα, όμως εκείνη έστρεψε αλλού το βλέμμα.
«Είσαι καλά;» τη ρώτησα σιγανά, πηγαίνοντας δειλά δειλά προς το μέρος της.
«Πρέπει να φύγω» μου είπε και γύρισε αμέσως, αυτή τη φορά, στη δουλειά της.
Τα μαλλιά, τα ρούχα και το δέρμα της ήταν πιο λασπωμένα από ποτέ
άλλοτε. Τα χέρια της πιο τραχιά. Όσο για την παιδική της αγνότητα και το
αθώο χαμόγελό της, είχαν σχεδόν εξαφανιστεί.
Ήταν δεν ήταν δώδεκα
χρονών η Ειρήνη τότε και είχε ήδη παντρευτεί. Σε λίγους μήνες μάλιστα,
θα έφερνε στον κόσμο το πρώτο της παιδί.
«Θέλεις να σου φέρω μερικά βιβλία» τη ρώτησα χωρίς να με ακούσει κανείς.
Σιωπή απλώθηκε.
«Θέλεις;» την ξαναρώτησα.
«Μόνο ένα» μου είπε ψιθυριστά. «Ένα μικρό. Το πιο μικρό που έχεις… Άφησέ το μου το βράδυ εδώ» μου είπε και έδειξε έναν λάκκο.
Όταν ήρθε η νύχτα, άφησα το βιβλίο στο σημείο που μου υπέδειξε και
έφυγα πριν με δει κάποιος. Αφού δεν ήξερε να διαβάζει η Ειρήνη και αφού
δεν μπορούσα να της γράψω δυο λέξεις, της έκανα μια ζωγραφιά στην
τελευταία σελίδα: Ζωγράφισα μια ανθισμένη αμυγδαλιά, έναν λάκκο και ένα
βιβλίο. Μετά έναν γλάρο, δυο μπότες και ένα χιονισμένο βουνό. Και μετά
ξανά μια άλλη ανθισμένη αμυγδαλιά, έναν άλλον λάκκο και ένα άλλο βιβλίο.
Κάθε χρόνο, τέτοιον καιρό, θα την περίμενε πάντα ένα βιβλίο στην
κρυψώνα μας την Ειρήνη. Από τότε όμως, έχει ανθίσει πέντε φορές η
αμυγδαλιά μας, έχουν μείνει πέντε παρατεταμένα βιβλία σε κείνον τον
λάκκο. Και ενώ η οικογένεια της μας επισκέπτεται κάθε χρόνο, αυτή δεν
έχει ξαναεμφανιστεί.
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου