Η ιστορία της μικρής Άννυ

Τρίτη 30 Ιανουαρίου 2018



* Φωτογραφία (Pixabay/Anemone123)
 
Η Άννυ εξαφανίστηκε στις 30 Ιανουαρίου του 1984, την ημέρα των γενεθλίων της, στα οχτώ της μόλις χρόνια. Ήταν μια μέρα σαν τη σημερινή, με το ίδιο τσουχτερό κρύο και την ίδια κίνηση στους δρόμους. Όλοι οι συμμαθητές μας είχαν συγκεντρωθεί από νωρίς το απόγευμα στο σπίτι της, εκτός από εμένα. Χόρευαν και τραγουδούσαν, έπαιζαν και γελούσαν. Και εγώ, που είχε κολλήσει το πρόσωπό μου στο θολωμένο τζάμι του παραθύρου μου, το μόνο που ευχόμουν ήταν να γινόταν να εξαφανιστεί η Άννυ για πάντα από τη ζωή μου.

Με την Άννυ δεν είχαμε ποτέ καλές σχέσεις. «Άσπρο» έλεγε η μία, «μαύρο» η άλλη. Ακόμη και εμφανισιακά διαφέραμε. Εκείνη θύμιζε καλοκαίρι, εγώ χειμώνα. Τα μαλλιά της είχαν το χρώμα του ηλιοτρόπιου και τα μάτια της το χρώμα του ουρανού. Τα δικά μου τα μαλλιά και μάτια είχαν το χρώμα του ώριμου κάστανου.

Μέχρι εκείνη τη μέρα δεν είχα ποτέ φανταστεί ότι θα μπορούσε μια ευχή μου να τη βλάψει. Αν μπορούσα να γυρίσω πίσω τον χρόνο, δε θα την ξαναέκανα σίγουρα.

Οι καλεσμένοι είχαν πάψει πλέον να έρχονται. Όσοι ήταν να την επισκεφτούν το είχαν ήδη κάνει. Μέσα στο απόλυτο σκοτάδι που είχε από ώρα απλωθεί, μέσα στην ερημιά, πρόβαλε η σκιά ενός γεροδεμένου άντρα. Πλησίασε στο παράθυρο και κρυφοκοίταξε μέσα. Με δυο δρασκελιές στάθηκε στην πόρτα και, αφού έριξε μια ματιά ολόγυρα,  τη χτύπησε με την άκρη των δακτύλων του.

Μπορεί να τη μισούσα την Άννυ, πριν ένα μόλις λεπτό να είχα ευχηθεί να της συμβούν τα χειρότερα, όμως τώρα είχα για τα καλά αρχίσει να ανησυχώ για εκείνη.

Κάνε, Θεέ μου, να μην ανοίξει την πόρτα, ευχήθηκα.

Η Άννυ ήταν τόσο ξέγνοιαστη, τόσο ανέμελη… τόσο ευτυχισμένη εκείνο το βράδυ! Πέρασε πλάι από το παράθυρο και, με βήμα χοροπηδητό, έφτασε στην πόρτα. Την άνοιξε με το γνωστό πλατύ της χαμόγελο, που ακόμη θυμάμαι και που θα συνεχίσω  θυμάμαι όσο ζω.

Σε αντίθεση με την πρώτη μου ευχή, η δεύτερή μου δυστυχώς δεν εισακούστηκε.
Ο άντρας εκείνος άρπαξε την Άννυ και της έφραξε το στόμα με το γάντι του. Διέσχισε με ταχύ βήμα τον κήπο, δίχως να τον αντιληφτεί κανείς. Μοναχά εγώ τον παρατηρούσα να την παραπετά στο λευκό φορτηγάκι του μισολιπόθυμη, ανήμπορη να αντιδράσω.

Κατέβηκα παραπατώντας τα σκαλιά του σπιτιού μου και έφτασα στο σπίτι της ξέπνοη. Χτύπησα την πόρτα της με αναφιλητά, βγάζοντας άναρθρες κραυγές. Οι άνθρωποι ξεχύθηκαν στους δρόμους μεμιάς. Αμέτρητες βδομάδες φώναζαν το όνομά της τριγύρω. Μέχρι σήμερα, νομίζω, αντηχεί η φωνή εκείνης της άμοιρης μάνας στο δάσος.

Οι έρευνες της αστυνομίες δεν απέδωσαν, βέβαια, καρπούς. Ήταν λες και είχε ανοίξει η γη και τον είχε καταπιεί εκείνον τον άντρα. Μαζί με αυτό και την Άννυ…

Στο σπίτι της Άννυ απλώθηκε νεκρική σιγή έκτοτε. Η μουσική σταμάτησε να παίζει για πάντα. Τα πρόσωπα των γονιών της παραμένουν κερωμένα ως σήμερα. Και εγώ κάθε σούρουπο στέκομαι στο θολωμένο μου ακόμη τζάμι, να την περιμένω με λαχτάρα να φανεί και να της ζητήσω γονυπετής συγγνώμη.

Στο Πράσινο Ακρωτήρι

Τετάρτη 24 Ιανουαρίου 2018

* Φωτογραφία (Pixabay/Charles Nambasi)

Ο κάθε τόπος, όπως και ο κάθε άνθρωπος, έχει τα δικά του μυστικά, τα δικά του τρανταχτά γέλια, μα και τα σιωπηρά του κλάματα. Πολλές περιοχές βρίθουν από διάφορες ιστορίες οι οποίες μεταφέρονται από στόμα σε στόμα. Κάποιες από αυτές είναι πράγματι φανταστικές, κάποιες άλλες όμως είναι πέρα για πέρα αληθινές. Με το πέρασμα του χρόνου, βέβαια, οι ιστορίες αυτές ξεθώριασαν και οι άνθρωποι που είχαν υποσχεθεί πως  θα τις μετέφεραν ατόφιες έφυγαν και αυτοί από τη ζωή.

Ονομάζομαι Έμμυ, και επί σαράντα πέντε χρόνια πασχίζω πότε να απαλλαγώ από την άλλοτε κατάρα μου και πότε να αποδεχτώ το άλλοτε χάρισμά μου: την περίεργη ικανότητα που έχω να διαβάζω τις απόκρυφες σκέψεις των ανθρώπων και να διαισθάνομαι όσα οι άλλοι δεν μπορούν.  Ακόμη και όσα συνέβησαν αιώνες πριν…

Από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου, ονειρεύομαι να ταξιδέψω στην Αφρική. Σε ένα νησί με μια άγρια ομορφιά που το όνομά του είναι Φόγκο. Όμως ποτέ δεν έδωσα ιδιαίτερη σημασία στο κάλεσμα που ένιωθα μέσα μου, και έτσι έμεινε το όνειρό μου απραγματοποίητο δεκαετίες ολόκληρες.

Πάνω από είκοσι χρόνια δεν κάνω άλλο από το να κοιμάμαι και να εργάζομαι. Να περιφέρομαι πότε από εδώ και πότε από εκεί και να αναζητώ στους τοίχους τους σπιτιού μου το νόημα της ζωής.

Ήταν Παρασκευή 3 Απριλίου του 2015. Μία άκρως συνηθισμένη ημέρα ενός άκρως συνηθισμένου έτους. Όπως κάθε άλλη μέρα και κάθε άλλον μήνα, ετοιμάστηκα χωρίς κέφι για τη δουλεία μου και βάδισα ως εκεί με το ίδιο βαριεστημένο ύφος.

«Καλημέρα. Ονομάζομαι  Έμμυ Άτκινσον. Πώς θα μπορούσα να σας βοηθήσω;» ρώτησα και, από την άλλη άκρη της γραμμής, ακούστηκαν κλάματα.

Πόσα χρόνια πέρασα κρυμμένη πίσω από ένα ακουστικό. Να προσπαθώ να διακρίνω την αλήθεια από το ψέμα και να συμβουλεύω έπειτα τους πληγωμένους και αδικημένους ανθρώπους. Τα περισσότερα περιστατικά ήταν τόσο σκληρά, που ράγιζε η καρδιά μου. Υπήρχε όμως και μία μικρή μερίδα ανθρώπων που πρόσβαλε τη νοημοσύνη μου και έφτανε την υπομονή μου στα όριά της. Τα περισσότερα λόγια που έβγαιναν από τα χείλη των ανθρώπων αυτών ήταν ψέματα. Όχι τίποτα αθώα ψεματάκια, αλλά πολύ πιο σοβαρά. Όσο για τα κίνητρά τους, ήταν και αυτά, όσα και εκείνοι, φτηνά. 

«Βοήθησέ με!» άκουσα μια γυναικεία φωνή να μου λέει.

«Μπορείτε, σας παρακαλώ, να ηρεμήσετε και να μου εξηγήσετε τι σας συνέβη;» τη ρώτησα.

«Με χτύπησε πάλι…» μου απάντησε και ύστερα σιώπησε.

«Συγχωρήστε με, αλλά δε σας άκουσα» είπα και, όπως πάντα, πήρα μία βαθιά ανάσα.

«Με χτύπησε, σου λέω!» μου είπε μετά, περισσότερο θυμωμένη, παρά πονεμένη.

«Κυρία Μαίρη, εσείς είστε;» τη ρώτησα με μια τέτοια σιγουριά, που δεν υπήρχε ούτε ίχνος αμφιβολίας μέσα μου.

«Εγώ!» μου απάντησε κοφτά.

Το τελευταίο διάστημα που καλούσε στο τηλεφωνικό κέντρο η γυναίκα αυτή επέμενε να μιλά μαζί μου. Αρχικά δε με παραξένεψε αυτό. Πολλοί άνθρωποι άλλωστε έχουν την ανάγκη να δημιουργήσουν μία σχέση εμπιστοσύνης με εκείνον που θα μοιραστούν σε καθημερινή βάση τον πόνο τους. Η γυναίκα αυτή, όμως, ήμουν βέβαιη πως κάτι μου έκρυβε σίγουρα.
Μου περιέγραψε και πάλι το ίδιο σκηνικό: Ο άντρας της επιστρέφει μεθυσμένος τα ξημερώματα, τη χτυπά με μανία, και τα παιδιά τους κρύβονται στη ντουλάπα του σπιτιού για να μην ξεσπάσει την οργή τους και σε εκείνα.

Από την άλλη όμως εγώ, καθώς αυτή μου μιλά, στο μυαλό μου σχηματίζω μία άλλη εικόνα: Μία ατάραχη γυναίκα, δίχως παιδιά, δίχως βάσανα, κάθεται αναπαυτικά στο καθιστικό της και, ενώ ο σύζυγός της δουλεύει έως αργά, αυτή πλάθει ιστορίες με το μυαλό της, μόνο και μόνο για να σκοτώσει την ώρα της.

«Κυρία Μαίρη, λυπάμαι, αλλά πρέπει να κλείσω» της είπα, χωρίς να το πολυσκεφτώ, και ακούμπησα το ακουστικό του τηλεφώνου στη βάση. Σηκώθηκα από τη στριφογυριστή καρέκλα μου, έριξα στους ώμους μου τη ζακέτα μου και έφυγα. Γιατί είχα, βλέπετε, πιο σημαντικά πράγματα να ασχοληθώ.
Την ίδια κιόλας ήμερα μπήκα στο αεροπλάνο και ταξίδεψα στην Αφρική.  Βρέθηκα στο νησί εκείνο που ένιωθα να με συνδέουν ισχυροί δεσμοί από πολύ παλιά. Στο κέντρο του νησιού έμεινα ελάχιστα. Αγόρασα τρόφιμα και νερό και ό,τι άλλο μου πρότειναν οι ντόπιοι και κίνησα να βρω το επιβλητικό ηφαίστειο με τους τεράστιους ογκόλιθους που το φρουρούσαν. Αρκετοί άνθρωποι αψηφούσαν τα αγκομαχητά του ηφαιστείου και έμεναν στον τόπο όπου γεννήθηκαν οι γονείς και οι παππούδες τους. Τα τελευταία ωστόσο χρόνια, που τα όμορφα κυκλικά σπιτάκια τους με τις πολύχρωμες ηφαιστειακές πέτρες και την κωνική στέγη από φύλλα μπαμπού καλύφτηκαν από τη λάβα, οι πιο πολύ άνθρωποι εγκατέλειψαν τον οικισμό και το νησί τους για πάντα.

Όλα τα οικήματα του οικισμού έμοιαζαν μεταξύ τους. Κάποια ήταν λίγο πιο μεγάλα, κάποια απλώς πιο μικρά. Σε εκείνη τη γκριζωπή γη, με τους τόνους στάχτης, δεν περπατούσαμε πάνω από πέντε άνθρωποι την μέρα εκείνη. Άλλος περιπλανιόταν στη περιοχή, άλλος έβγαζε φωτογραφίες, και εγώ εισέβαλα στα ερειπωμένα σπίτια να μάθω την ιστορία των ανθρώπων που ζούσαν κάποτε εκεί. Να βρω έστω ένα στοιχείο που θα έθετε σε λειτουργία την πλευρά εκείνη του εγκεφάλου μου που πρόβαλε εικόνες που δεν είχα δει.

Επισκέφτηκα σχεδόν όλα τα σπίτια ως το σούρουπο. Όλα τα σπίτια εκτός από εκείνο που ξεφύτρωσε μπροστά μου από το πουθενά. Το σπίτι εκείνο ήταν και αυτό εγκαταλειμμένο, όλως περιέργως, όμως, εμφάνιζε κάποια σημάδια ζωής.

Πέρασα την είσοδο και μπήκα στο εσωτερικό. Μπροστά μου υπήρχαν δύο διαλυμένα κρεβάτια και ένα μικρό τραπέζι. Είχε τόση σκόνη επάνω του, που δεν μπορώ με βεβαιότητα να περιγράψω το χρώμα του. Πλησίασα κοντά του και ακούμπησα τις παλάμες μου επάνω του. Έμεινα ασάλευτη αρκετή ώρα, θυμάμαι. Ώσπου, ξαφνικά, η γη σείστηκε κάτω από τα πόδια μου και τότε η ραχοκοκαλιά μου ρίγησε από το δυνατό βουητό που έφτασε στα αυτιά μου.

Πριν αμέτρητα χρόνια, στην ακριβώς θέση με εμένα, στεκόταν ένας γεροδεμένος, μελαμψός άντρας. Πίσω του ακριβώς, στο ένα από τα δύο κρεβάτια, κάθονταν η γυναίκα και το νεογέννητο παιδί του. Και εκείνοι τότε, όπως και εγώ, αισθάνθηκαν αυτό το σείσιμο κάτω από τα πόδια τους και άκουσαν αυτόν τον απόκοσμο ήχο. Το μυαλό τους, όπως και το δικό μου, πήγε ευθύς στον «γίγαντα» του νησιού, στο ενεργό εκείνο ηφαίστειο που, ανά κάποιες γενιές, υπενθύμιζε στους κατοίκους της περιοχής ποιος ήταν ο πιο ισχυρός. Μα έπειτα και οι τρεις, όπως και εγώ πάλι, ευχήθηκαν μέσα από την καρδιά τους να ήταν πράγματι αυτός.

Η πόρτα του σπιτιού άνοιξε από τη μία άκρη ως την άλλη. Το είδα ολοκάθαρα με τα μάτια της ψυχής μου. Αντί για την πύρινη λαίλαπα, όμως, στο σπίτι εισέβαλε μία οργισμένη ομάδα ανθρώπων, μία από τις πολλές που είχαν σκορπιστεί στην περιοχή. Το γόνατά μου άρχισαν να τρέμουν, καθώς το μυαλό μου πρόβαλε τις εικόνες αυτές. Για μια μόλις στιγμή θέλησα να φύγω, μα την αμέσως επόμενη, όπως έκανα δυο βήματα μπρος, έκανα άλλα τόσα πίσω. Κάθισα στο πάτωμα, στις στάχτες και στα χαλάσματα, και επέτρεψα στους πρωταγωνιστές της ιστορίας μου να μου μαρτυρήσουν τι είχε συμβεί.

Πρώτος αιχμαλωτίστηκε ο πατέρας. Γύρω από το λαιμό του πέρασαν μία θηλιά με καλάμια από μπαμπού. Γύρω από τη μητέρα πέρασαν άλλη μία. Αυτό που μάτωνε τα σωθικά τους, ωστόσο, δεν ήταν ο πόνος και το αβέβαιο μέλλον τους, μα η τύχη του μονάκριβου παιδιού τους. Οι γονείς αντιστάθηκαν, το ένιωσα σε κάθε σπιθαμή του κορμιού μου. Έκλαψαν, φώναξαν, προσπάθησαν να ξεφύγουν από τα δεσμά, όμως δεν κατάφεραν να τα βάλουν με τον αγριεμένο όχλο που συγκέντρωνε με πάθος το εμπόρευμά του.

Ακολουθούσαν όλοι οι δέσμιοι τον ίδιο δρόμο, τον μοναδικό που υπήρχε, και κατέληξαν όλοι στον ίδιο προορισμό: στο πελώριο λιμάνι που τώρα έδειχνε πιο αφιλόξενο από ποτέ άλλοτε.

Πρώτοι επιβιβάστηκαν στο πλοίο τα παλικάρια και οι άντρες από δεκαπέντε έως τριάντα πέντε ετών. Η σάρκα των οποίων κόστιζε ακριβότερα από όλες. Η ζωή εκείνων, βλέπετε, άξιζε όσο ένας βαθυκόκκινος μανδύας, μία κελεμπία, ένα καπέλο, μερικές χάλκινες χύτρες ή κάμποσα βαρέλια πυρίτιδας, καδένες και σπαθιά, σεντόνια, καθρέφτες, μαχαίρια, τρομπέτες, κοσμήματα, βαμβακερά υφάσματα, κουδουνάκια και άλλα πολλά. Ακολουθούσαν οι γυναίκες, που η ζωή τους αξιολογούνταν σαφώς πιο χαμηλά, τα παιδιά και, τέλος, οι ηλικιωμένοι.

Έτρεμα τόσο πολύ από τον φόβο, την οργή και τη λύπη, που μετά βίας κατάφερα να βγάλω από την τσέπη του παντελονιού μου το χαρτί και το μολύβι που είχα πάρει μαζί μου. Έγραφα πια μηχανικά, χωρίς καν να κοιτώ.

Σαν λαβωμένα αγρίμια ούρλιαζαν οι άνθρωποι. Άλλοι ικέτευαν για τη ζωή τη δική τους ή των οικείων τους, άλλοι απειλούσαν και άλλοι το έσκαγαν και έπεφταν στη θάλασσα να πνιγούν. Η οικογένεια όμως που με φιλοξενούσε στο σπίτι της, παρέμεινε ενωμένη ως την τελευταία στιγμή. Κανείς δεν μπορούσε να τους βοηθήσει. Το μόνο που μπορούσα να κάνω και εγώ ήταν να μετατρέψω τις ντροπιαστικές αυτές εικόνες σε λέξεις και να διαδώσω την ιστορία αυτή.

Σύντομα οι σκλάβοι και οι σκλάβες αλυσοδέθηκαν ανά πεντάδες στο αμπάρι του πλοίου: ένας στο κέντρο, ένας αριστερά, ένας δεξιά, ένας μπρος και ένας πίσω, δημιουργώντας η κάθε μια ομάδα έναν σταυρό. Μια φορά την ημέρα τους ανέβαζαν στο κατάστρωμα και τους έδιναν ένα πιάτο φαί, και μετά, με την μπουκιά τους ακόμη στο στόμα, τους ανάγκαζαν να χορεύουν για να διατηρήσουν, όπως πίστευαν οι δουλέμποροι, την καλή τους φυσική κατάσταση.

Όσα χρειαζόταν να δω, τα είχα δει. Όσα χρειαζόταν να σημειώσω, επίσης. Το μόνο που έμενε ήταν να καθαρογράψω την ιστορία και να τη μοιραστώ με τον υπόλοιπο κόσμο. Θα με πίστευαν, άραγε; Κανείς δε το ήξερε αυτό. Οι περισσότεροι άνθρωποι χρειάζονται αποδείξεις, και εγώ, δυστυχώς, δεν τις είχα.

Έφερα το πάνω κάτω. Έσκαψα με τα νύχια μου στα χώματα, μετακίνησα ασήκωτες πέτρες, αλλά την απόδειξη εκείνη που έψαχνα να βρω, δεν τη βρήκα. Πολλοί άνθρωποι μπορεί να είχαν βρεθεί στη θέση μου. Και εκείνοι σαν εμένα να είχαν δει ή να είχαν ακούσει τόσα. Αλλά, από τότε έως σήμερα, δε βρέθηκε ούτε μία απτή απόδειξη που να μπορεί πείσει ακόμη και τον πιο δύσπιστο. Το χθες με το σήμερα, όμως, χωρίζει κάτι πολύ σημαντικό: η πρόοδος! Οι άνθρωποι μπορούν πλέον να μιλούν ελεύθερα και να γράφουν. Και, ενώ ορισμένες, μεμονωμένες φορές, τα γραπτά έχουν διακοσμητικό ρόλο στις βιβλιοθήκες μας, τις πιο πολλές φορές, για καλή μας τύχη, επιλέγουμε να διευρύνουμε τους ορίζοντές μας μέσα από αυτά.

Στην αντίπερα όχθη



 * Φωτογραφία (Pixabay/Mystic Art Design)

«Σε παρακαλώ, μίλησέ μας», θυμάμαι να μου λέει, ικετευτικά σχεδόν, μια οικεία γυναικεία φωνή. Και όλο ετοιμαζόταν να καταγράψει στο μπλοκάκι της αυτά που νόμιζε πως θα της έλεγα και όλο απέμενε να με κοιτά απορημένη όταν εγώ δεν έβγαζα μιλιά. «Εξήγησέ μας να καταλάβουμε τι συνέβη εκεί έξω, Μυρτώ», συμπλήρωνε μετά. Μα εγώ ούτε το σθένος είχα ούτε τη διάθεση να αρθρώσω έστω μία λέξη.

«Όταν θα φύγεις από εδώ, δε θα υπάρχει γυρισμός», μου είπε κάπως πιο απότομα μια άγνωστη αντρική φωνή. Εγώ και πάλι παρέμεινα βουβή, και έτσι έπαψε αυτός για λίγο να ασχολείται μαζί μου. Πήγαινε πότε από εδώ και πότε από εκεί. Διέσχιζε αμέτρητες φορές το σπίτι στο οποίο με είχαν προσωρινά φυγαδεύσει, χτυπώντας άλλες τόσες φορές νευρικά τις στρατιωτικές του αρβύλες στο ξύλινο πάτωμα.

Δεν ήταν τόσο σκληρός όσο ήθελε να δείχνει ο αστυνομικός αυτός, απλώς δεν είχε άλλον τρόπο εκτός από τη βία να συνετίσει κάποιον. Με εμένα, μάλιστα, έκανε περισσή υπομονή. Εάν ήμασταν ολομόναχοι, ίσως και να με είχε χτυπήσει προκειμένου να με βγάλει από τον λήθαργο στον οποίο είχα πέσει. Αλλά δεν ήμασταν μόνοι και, δυστυχώς, δεν το έκανε. Με ένα γερό χαστούκι της ζωής βρέθηκα από την μια στιγμή στην άλλη σε αυτή τη δύσκολη θέση, με ένα ακόμη ίσως να έβρισκα ξανά τα λογικά μου.

«Είναι η τελευταία σου ευκαιρία, Μυρτώ», θυμάμαι τη γυναίκα εκείνη να μου λέει λίγο πριν με πάρουν από εκεί δυο άλλοι αστυνομικοί που είχαν μόλις καταφτάσει, ενώ μου φορούσαν στους καρπούς μου ένα ζευγάρι χειροπέδες.

Καθ’ όλη τη διαδρομή παρέμεινα ασάλευτη. Τα δέντρα περνούσαν πλάι μου, τα σάπια φθινοπωρινά φύλλα συντρίβονταν κάτω από τα πόδια μου, η ψιλή βροχή μαστίγωνε το πρόσωπό μου, και εγώ συνέχιζα να βαδίζω σκυφτή. Μονάχα μια φορά κοίταξα πίσω, προς το σκοτεινό εκείνο σπίτι με το ένα και μοναδικό, σαν φάρο, φωτάκι στον εξώστη και ύστερα χάθηκα ξανά στις σκέψεις μου. Δεν μπορούσα, βλέπετε, να σβήσω από τη μνήμη μου τον άνθρωπο εκείνο που πετάχτηκε μπροστά μου από το πουθενά και που με ανάγκασε να βγω από τον δρόμο μου.

«Τον γνώριζες, Μυρτώ;» με ρώτησε η γνώριμη γυναικεία φωνή της αστυνομικού εκείνης που την είχα σαν μάνα από τότε που έχασα τη βιολογική μου μητέρα και που με είχε σαν κόρη από τότε που έχασε και αυτή τη μοναχοκόρη της.

Κούνησα πέρα δώθε το κεφάλι μου εγώ. Ένα τόσο οργισμένο πρόσωπο, με ένα τόσο σκοτεινό βλέμμα, θα το θυμώνουν σίγουρα αν είχε ξαναφανεί στο διάβα μου, ανεξάρτητα από τη σύγχιση στην οποία βρισκόμουν.

Με πλησίασε σε απόσταση αναπνοής. Κόλλησε τα χείλη της στο αυτί μου και μου είπε:

«Είσαι σίγουρη ότι δεν έχεις πιει;»

Την ερώτηση αυτή την περίμενα ώρα.

«Ούτε στάλα», της είπα, κοιτάζοντας την πρώτη φορά κατάματα.

Στο παρελθόν, όταν δεν είχα κανέναν άλλον να με φροντίσει, όταν κλήθηκα να τα βγάλω πέρα με τον μέθυσο πατερά μου και όταν κατέφυγα και εγώ στη δική του τη λύση μετά για να πνίξω τον καημό μου, εκείνη με στήριξε. Εκείνη με πήγε από το χέρι στο κέντρο αποτοξίνωσης και εκείνη με περίμενε στο προαύλιο όταν βρήκα και πάλι τον εαυτό μου. Όμως εγώ, και τότε όπως και τώρα, την απογοήτευσα. Εβδομάδες αργότερα, αφού επέστρεψα στο σπίτι μου, άρχισα και πάλι να πίνω. Μα μπορούσα να της το ορκιστώ πια πως, τον τελευταίο μήνα, το είχα πάρει για τα καλά απόφαση και πως τα χείλη μου δεν τα είχε το αλκοόλ αγγίξει. Για αυτό άλλωστε είχα πάρει τους δρόμους τη νύχτα εκείνη, για να μην ξανακυλήσω στον βούρκο.

Μπορεί να έβρεχε καταρρακτωδώς ίσα με πέντε ημέρες την εβδομάδα εκείνη, και εγώ δεν είχα ξεμυτήσει ούτε μία ώρα από το σπίτι μου. Καθώς παρατηρούσα τις στάλες που γλιστρούσαν απαλά στο παράθυρό μου, έκανα αμέτρητες ανάκατες σκέψεις. Η μία ανάμνηση διαδεχόταν την άλλη. Από τα παιδικά μου χρόνια ταξίδευα στο σήμερα και ύστερα πήγαινα πάλι πίσω, τότε που αντηχούσαν τα γέλια του γονιών μου στα πέρατα της οικουμένη, που το σπίτι μας το πλημύριζαν όμορφες μυρωδιές και που εγώ δε χόρταινα να παίζω ξέγνοιαστα με τα παιχνίδια μου.

Τα δάκρυά μου σύντομα μούσκεψαν τα ρούχα μου. Το έργο αυτό το είχα ξαναδεί. Τη συνέχειά του τη γνώριζα. Μα, το τέλος του, το είχα πάρει απόφαση, θα το άλλαζα τώρα. Με τις πιτζάμες μου έτρεξα ως την αποθήκη. Μπήκα στο αυτοκίνητό μου και άρχισα να οδηγώ. Αντί να κατευθυνθώ προς την πόλη, με τις τόσες «παγίδες» της, τα τόσα καταστήματα από τα οποία μπορούσα να προμηθευτώ αλκοόλ, επέλεξα να ακολουθήσω έναν αγροτικό δρόμο, και ας μην ήξερα καλά καλά πού θα με οδηγούσε. Έβαλα έναν μελωδικό σκοπό να παίζει στο ραδιόφωνο και άρχισα να σιγοτραγουδώ, απολαμβάνοντας την πρώτη μου νίκη. Προτού όμως προλάβει να σχηματιστεί στα χείλη μου το πλατύ χαμόγελο της ευτυχίας, το πρόσωπο μου σκοτείνιασε.

Μπροστά μου πετάχτηκε ένας άντρας ντυμένος στα μαύρα και μου έκλεισε τον δρόμο. Χτυπούσε τόσο δυνατά το τζάμι του αυτοκινήτου μου, που το έσπασε. Άνοιξα την πόρτα του συνοδηγού και πετάχτηκα έξω. Με γράπωσε προτού προλάβω να κάνω δυο τρεις δρασκελιές. Με μια κίνηση με έριξε κάτω και άρχισε να με αγγίζει σε διαφορά σημεία του σώματός μου. Τότε αρχίσαν όλα…

Δεν μπορούσα να τον απωθήσω, το ήξερα καλά αυτό. Η θέα όμως του αιχμηρού αντικειμένου που κρεμόταν από τη ζώνη του και που στραφτάλισε στο φως του φεγγαριού, με έκανε να σφίξω τα δόντια και να περιμένω την κατάλληλη στιγμή για να θέσω σε εφαρμογή το σχέδιό μου.
Η στιγμή που περίμενα, ευτυχώς δεν άργησε να φτάσει, και τότε εγώ, με μια δύναμη και μια τόλμη που δε φανταζόμουν ως τότε ότι είχα, άρπαξα το μαχαίρι του και άρχισα να το καρφώνω με μανία  επάνω του.

Εκείνη η εικόνα είχε τόσο καθαρά σχηματιστεί στη μνήμη μου, που δεν έλεγε να ξεθωριάσει. Δεν έλεγε ο νους να φύγει από εκεί ως τη στιγμή που η  Αλίκη, η οποία τώρα πια δε φορούσε τη στολή της και είχε γίνει πάλι η γυναίκα αυτή που στεκόταν πάντοτε στο πλευρό μου, μου είπε:

«Κορίτσι μου, λυπάμαι, αλλά ήρθε η ώρα να φύγεις».

Κάθισα στο πίσω κάθισμα του περιπολικού, ανάμεσα σε δυο άντρες, και έγειρα το κεφάλι μου μπροστά. Πού και πού έριχνα κλέφτες ματιές δεξιά και αριστερά. Η διαδρομή που ακολουθούσαμε δεν οδηγούσε σίγουρα στο αστυνομικό τμήμα. Οδηγούσε σε μια περιοχή που γνώρισα σαν την παλάμη μου.

Η μηχανή του αυτοκινήτου έσβησε. Ο ένας από τους δύο άντρες που καθόταν πλάι μου κατέβηκε και με τράβηξε έξω.

«Καλή τύχη, Μυρτώ!» μου είπε και ύστερα χάθηκαν όλοι τους από το οπτικό μου πεδίο. Το όχημα εξαφανίστηκε αφήνοντας πίσω του ένα σύννεφο σκόνης.

Έτρεχα σαν δαιμονισμένη στο σκοτεινό δάσος να σώσω τη ζωή μου. Ανέβηκα τον ψηλό λόφο που, στιγμές πριν, ορθωνόταν απειλητικά μπροστά μου και έπειτα άρχισα να κατρακυλώ. Άλλοτε να τρέχω, άλλοτε να παραπατώ και άλλοτε να πέφτω. Άλλοτε να σέρνομαι και άλλοτε να γραπώνομαι από τα δέντρα προκειμένου να σταθώ όρθια. Η ομίχλη είχε κατέβει τόσο χαμηλά, που είχε σχεδόν εξαφανίσει τις όχθες της λίμνης στην οποία μου έμαθε να κολυμπώ ο πατέρας μου. Μην έχοντας κάτι άλλο να κάνω, γδύθηκα και έπεσα στα παγωμένα νερά της. Χτυπούσα δυνατά τα χέρια μου, σαν να ήταν κουπιά, και σκορπούσα τα ρούχα εδώ και εκεί στη λίμνη για να αποπροσανατολίσω εκείνους που θα ερευνούσαν την υπόθεσή μου αργότερα.

Μπορεί να ήξεραν καλά οι αστυνομικοί ποιο ήταν το ποιόν του άντρα που μου επιτέθηκε και ποια θα ήταν η κατάληξή μου εάν δεν είχα σταθεί τόση τυχερή, όσο καμία από εκείνες τις κοπέλες που επιτέθηκε πριν από εμένα στο παρελθόν. Όμως, στο όπλο του, βρέθηκαν μόνο τα δικά μου αποτυπώματα, και έτσι δεν είχαν τρόπο να με προφυλάξουν από τον νόμο.

Με τα πολλά, κατάφερα τελικά να διασχίσω τη λίμνη. Πατώντας τα πόδια μου στη γη, ένιωσα άλλος άνθρωπος. Μέσα σε μια στιγμή έγινα μια άλλη, μια ξένη για τους υπόλοιπους ανθρώπους και για τον εαυτό μου. Άλλαξα όνομα, άλλαξα συνήθειες, άλλαξα όμως και ζωή!

Στο παγωμένο δάσος

Τρίτη 9 Ιανουαρίου 2018

    * Φωτογραφία (Pixabay/Ina Hoekstra)

Στα πολύ παλιά χρόνια, τότε μάλλον που άρχισαν να πλάθονται οι μύθοι, δημιουργήθηκε και  ετούτος. Μόνο που αυτός εδώ ο μύθος δε γεννήθηκε απλώς για να βοηθήσει τους ανθρώπους να αντιμετωπίσουν τους φόβους τους και να τους συντροφεύσει τα κρύα βράδια, αλλά και για να γεμίσει την ψυχή τους με πίστη και αισιοδοξία. Οι περισσότεροι άνθρωποι υποστηρίζουν πως η ιστορία αυτή, όπως και όλες οι άλλες, γεννήθηκε στο μυαλό τον ανθρώπων και πως ούτε μία σχέση έχει με την πραγματικότητα. Μα κάποιοι άλλοι, λιγοστοί, μιλούν με τέτοια θέρμη για τη μικρή Σίλα και τη γιαγιά της, οι οποίες κατάφεραν να επιβιώσουν στην κορυφή ενός δέντρου στο παγωμένο δάσος, που θα έλεγε κανείς ότι επρόκειτο για φίλους ή συγγενείς τους.

Κάποτε, το δάσος αυτό έμοιαζε με όλα τα παρθένα δάση. Ήταν πλούσιο σε βλάστηση και οσμές, σε πεταλούδες και αγριολούλουδα, και έπαιζαν σε αυτό ανέμελα η Σίλα και η μικρότερη αδερφή της. Πόσο ευτυχισμένες ήταν και οι δυο και πόσο ταιριαστές. Η μία συμπλήρωνε τον χαρακτήρα της άλλης. Στην εμφάνισή τους, ωστόσο, διέφεραν σαν τη μέρα με τη νύχτα. Το δέρμα της Σίλας και τα  φουντωτά μαλλιά της είχαν το χρώμα της σοκολάτας, ενώ στα μάτια της είχε αποτυπωθεί το άλλοτε μπλε χρώμα του ουρανού. Μα η αδερφή της είχε ολόλευκο δέρμα και μαλλιά, σαν βαμβάκι, και μάτια βαθυκόκκινα, σαν να ήταν μόνιμα κλαμένα. Ολημερίς έπαιζαν οι δυο τους, μια μέρα όμως το τόσο όμορφο και ξέγνοιαστο παιχνίδι τους σταμάτησε για πάντα, αφού η αδερφή της Σίλας, που ούτε βήμα δεν έκανε από το δάσος μόνη, λένε πως έφυγε μακριά.

Για εκείνη, δε θρήνησε μόνο η Σίλα τότε, θρήνησε και ολάκερη η πλάση. Όσο το μικρό αυτό κορίτσι φώναζε το όνομα της αδερφής της, σπάραζε από τον πόνο και ο ουρανός. Και όσο εκείνη πλάνταζε στο κλάμα, αλλά τόσες πυκνές νιφάδες έριχνε αυτός, θάβοντας την περιοχή στο χιόνι. Τη μέρα, όταν ανέτειλε ο ήλιος, το χιόνι έπεφτε με αμείωτο ρυθμό και σκέπαζε τα πάντα, βάφοντας ακόμη και τον ουρανό λευκό. Τη νύχτα, όμως, όταν ο ήλιος έγερνε να κοιμηθεί και όλα γύρω πάγωναν, μονάχα ένα χρώμα κυριαρχούσε, το χρώμα του πόνου και της θλίψης, της βαθιάς μελαγχολίας: το μαύρο.

Από το παγωμένο δάσος έφυγε πλήθος κόσμου όταν συνέβη αυτό το θλιβερό γεγονός. Στη μάζα εκείνη που έτρεξε να σωθεί βρίσκονταν και οι γονείς της Σίλας. Οι μόνες που έμειναν πίσω, πιστοί φρουροί του δάσους, ήταν η Σίλα και η γιαγιά της. Από όσους τόσο άνανδρα το έσκασαν, κανείς δεν γύρισε πίσω, και καμία από τις δυο δεν έμαθε ποτέ τι απέγιναν.

«Παλιά, πολύ παλιά, υπήρχαν χίλια δυο χρώματα τριγύρω», έλεγε στη Σίλα η γιαγιά της, όταν τελείωναν τις δουλειές τους και ξάπλωναν. Και τότε η Σίλα, που με το πέρασμα του χρόνου τα είχε ξεχάσει όλα αυτά, έκλεινε αυτόματα τα μάτια της και πάσχιζε να θυμηθεί τον κόσμο στον οποίο είχε γεννηθεί, έναν κόσμο γεμάτο κόκκινο, κίτρινο, πράσινο, μωβ και πορτοκαλί. Πολλές φορές δεν τα κατάφερνε και λυπόταν πολύ, μα, κάποιες άλλες φορές, το λόγια της γιαγιάς μαλάκωναν την καρδιά της και έφερναν πού και πού ένα αχνό χαμόγελο στα χείλη της. Το κρύο και η μονότονη ζωή τους είχαν κλέψει αρκετά από τα συναισθήματα της Σίλας, αλλά, η γιαγιά της, είχε ονειρευτεί για τη μικρή μια καλύτερη ζωή, και θα έκανε τα πάντα για να της την προσφέρει.

«Υπήρχαν τρυφεροί ανθοί, μυρωδάτα λουλούδια και ένας ουρανός πιο γαλανός και από τα μάτια σου», έλεγε η γιαγιά, και η Σίλα έστρεφε το βλέμμα της ψηλά. Πολλές εικόνες περιέσωζε η μνήμη της, αλλά ο καταγάλανος ουρανός, δυστυχώς, απουσίαζε από αυτές.

«Πες μου κι αλλά, γιαγιά», έλεγε η Σίλα, «μη σταματάς», και η γιαγιά έπαιρνε μία βαθιά ανάσα και συνέχιζε:

«Υπήρχαν αμέτρητα ζώα, μεγάλα και μικρά. Υπήρχαν ψάρια στον ποταμό, μα και πουλιά».
«Και πουλιά!» ξεφώνιζε η Σίλα.

«Μάλιστα, και πουλιά», απαντούσε η γιαγιά.

«Και τι έκαναν αυτά, γιαγιά;».

«Τραγουδούσαν όλη μέρα και πετούσαν ανέμελα στον ουρανό».

«Αχ αυτός ο ουρανός», έλεγε η Σίλα και αναστέναζε, όταν η κουβέντα γύριζε ξανά σε εκείνον.
Η γιαγιά σκέπαζε τη Σίλα με την προβιά ενός μεγάλου ζώου, και εκείνη έριχνε έπειτα στην πλάτη της άλλη μια, σαφώς πιο μικρή. Και, έτσι, προφυλαγμένες από το ψύχος καθώς ήταν, κοιμόνταν αγκαλιά ως το επόμενο πρωί.

Όπως κάθε άλλη φορά, προτού καλά καλά ξημερώσει, προτού ανοίξει τα μάτια της η μικρή, η γιαγιά κατέβηκε προσεκτικά από το δέντρο και χάθηκε στους γυμνούς κορμούς που απλώνονταν μπροστά της. Αναζητούσε πάλι τροφή, παίρνοντας στο κατόπι κάποιο άγριο ζώο που είχε αφήσει τα αχνάρια του στο χιόνι.

Η Σίλα ξύπνησε πριν επιστρέψει η γιαγιά της εκείνη τη μέρα. Κάτι περίεργες φωνές, που θύμιζαν κρώξιμο, την έκαναν να πεταχτεί ψηλά. Επάνω από το κεφάλι της πέρασε ένα εβένινο σύννεφο, ένα σμήνος κυνηγημένων πουλιών, και ξοπίσω τους ακολουθούσε ένα λευκό πουλί. Το άνοιγμα των φτερών του κόντευε τα δύο μέτρα, μα έδειχνε τόσο φοβισμένο. Παρά την απόκοσμη ομορφιά του, που ανακάλυψε η Σίλα μόλις το πουλί κάθισε απέναντί της, έδειχνε θλιμμένο, βουτηγμένο στις σκέψεις του. Γύριζε το κεφάλι του ποτέ από εδώ και ποτέ από εκεί και κοιτούσε με τα κοκκινωπά του μάτια το δάσος. Θαρρείς πως γνώριζε καλά αυτόν τον τόπο, θαρρείς πως πονούσε για εκείνον όσο και η Σίλα.

Η μικρή το κοίταξε επίμονα. Λες και το βλέμμα του πουλιού τη μαγνήτιζε, την κρατούσε υπνωτισμένη για ώρα. Μετά, ένας χείμαρρος από δάκρυα ξεχύθηκε μεμιάς από τα μάτια της. Χωρίς ποτέ κανείς να μάθει το γιατί, δάκρυσε τόσο πολύ η Σίλα, που τα δάκρια της χάιδεψαν σπιθαμή προς σπιθαμή τον κορμό του δέντρου στο οποίο ζούσε, και ύστερα πότισαν το χιόνι και το ανάγκασαν σιγά σιγά να λιώσει. Τα άλλοτε κρυσταλλωμένα νερά κύλησαν γοργά και έφτασαν στον μεγάλο ποταμό. Και αυτός, μαζί με τη φύση, ξαναζωντάνεψε μαγικά. Ψάρια άρχισαν πάλι να διασχίζουν τα νερά του, ένα ένα άρχισαν να σκάνε τα μπουμπούκια των λουλουδιών και να έρχονται οι μέλισσες. Το πιο μαγευτικό όμως θέαμα που αντίκρισε η Σίλα —και κρυφά πίσω από ένα ψηλόλιγνο, γερασμένο δέντρο και η γιαγιά της—, ήταν το κυανό χρώμα που κρυβόταν καιρό πίσω από τον άλλοτε παγερό ουρανό, το οποίο πρόβαλε μόλις το πουλί πέταξε προς το μέρος του και τον έκοψε στα δυο˙ αλλά η πρώτη ηλιαχτίδα, που σηματοδοτούσε τώρα μια νέα εποχή, μια νέα ζωή, που καμία από τις δυο στο παρελθόν δεν τολμούσε καν να ονειρευτεί.