Παράταση ζωής

Πέμπτη 22 Φεβρουαρίου 2018

* Φωτογραφία (Pixabay/Holger Schué)

Ο κάθε άνθρωπος, πιστεύω, εύχεται κάποτε να είχε η μέρα του περισσότερες ώρες. Να είχε έστω εξήντα λεπτά ακόμη, ώστε να προλάβει να κάνει όσα δεν πρόλαβε. Το ίδιο ευχόμουν κι εγώ. Μόνο που, στη δική μου τη ζωή, αυτό συνέβη πολύ περισσότερες φορές και για αρκετά ανούσια πράγματα. Ώσπου ήρθε εκείνη η στιγμή, αυτή η αποφράδα ώρα, που αντιλήφθηκα πως όλα αυτά που με βάραιναν δεν ήταν μόνο όσα που δεν είχα προλάβει να κάνω, αλλά όσα δεν είχα κυρίως προλάβει να πω.

Βάδιζα αμέριμνος. Είχα μόλις σχολάσει από τη δουλεία μου και ετοιμαζόμουν να επιστρέψω στο σπίτι μου. Στα χέρια μου κρατούσα ένα ποτήρι αχνιστό καφέ, για να παραμείνω ακόμη λίγες ώρες ξύπνιος. Δεν είχα προγραμματίσει κάτι ιδιαίτερο να κάνω, κάθε Σαββατοκύριακο έκανα τα ίδια και ίδια. Όμως αυτά τα ίδια, εμένα μου άρεσαν –ή μάλλον μου αρκούσαν. Θα επέστρεφα στο σπίτι μου, θα έτρωγα κάτι πρόχειρο και, πριν καλά καλά αλλάξω ρούχα, θα έπεφτα στο κρεβάτι μου να συνομιλήσω με τους διαδικτυακούς μου φίλους ως το επόμενο πρωί.

Δούλευα σκληρά, πάνω από δέκα ώρες τη μέρα και πάνω από πέντε μέρες την εβδομάδα. Πού ελεύθερος χρόνος για προσωπική ζωή;

Το φανάρι των πεζών ήταν πράσινο. Άνοιξα το βήμα μου και διέσχισα τον δρόμο βυθισμένος στις σκέψεις μου. Στα αυτιά μου φορούσα -όπως πάντα- ένα ζευγάρι ακουστικά, και έτσι δεν άκουσα τα κορναρίσματα και τις φωνές.

Πρώτα ανέβηκα ψηλά, όχι πολύ ψηλά, ίσα δυο μέτρα από τη γη. Μα, σαν έπεσε κάτω το σώμα μου, σαν ξάπλωσε φαρδιά πλατιά στον υγρό αυτοκινητόδρομο, το πνεύμα μου συνέχιζε να αιωρείται, αρκετά μάλιστα μέτρα από τη γη. Είδα τον εαυτό που πιο μόνο από ποτέ τότε. Να περιτριγυρίζεται από έναν σωρό περίεργα βλέμματα. Και έπειτα μία νεαρή κοπέλα, στην ηλικία μου κοντά, να τρέχει προς το μέρος μου και να απομακρύνει όσους με κύκλωναν.

«Σας παρακαλώ» τους φώναζε και τους έσπρωχνε. «Κάντε λίγο χώρο να περάσω, σας παρακαλώ».
Αλλά εκείνοι είχαν τόσο σφιχτά συσπειρωθεί γύρω μου, που ο κλοιός τους δεν έλεγε να σπάσει.
Έβγαλε τότε μια κραυγή. Μια κραυγή πιο δυνατή και από τη δική μου. Και τότε έκαναν άπαντες μερικά βήματα πίσω.

«Μην τα παρατάς» μου έλεγε, μα εγώ είχα σχεδόν εγκαταλείψει τις προσπάθειες. «Ανάσαινε» μου φώναζε και, με τις γροθιές της, χτυπούσε τον στέρνο μου.

Είχα τόσο απογοητευτεί, θυμάμαι.

«Μια ώρα» ψιθύριζα. «Μόνο μια ώρα. Αυτό μονάχα ζητώ».

Μια ώρα μου έφτανε, γιατί τώρα γνώριζα καλά πώς έπρεπε να την αξιοποιήσω. Δεν ήξερα εάν θα παραλάβαινα να κάνω δραματικές αλλαγές στη ζωή μου, ήξερα όμως πως έπρεπε να συναντήσω δυο τρεις ανθρώπους που με συντρόφευαν από τα παιδικά μου χρόνια και που, εξαιτίας μου, είχαμε χαθεί τον τελευταίο καιρό.

Μια ώρα ήθελα. Πολλά ζητούσα; Να τους βρω, να τους ζητήσω συγγνώμη και να πιώ μαζί τους τον τελευταίο μου καφέ, συλλογιζόμουν και έκανα, από συνήθεια, πως σκούπιζα τα δάκρυά μου.
Τα χείλη της κοπέλας εκείνης, που έμοιαζε με άγγελο, σφράγισαν τα δικά μου. Η βουή σταμάτησε, ο ουρανός σιγά σιγά σκοτείνιασε…

Όταν άνοιξα ξανά τα μάτια μου, την είδα να στέκεται από πάνω μου και να με παρατηρεί. Να μου χαμογελά, και να αστράφτει η πλάση.

Να είμαι άραγε στη γη ή στον ουρανό, αναρωτήθηκα. Μα εκείνη δεν υπήρχε λόγος να βρίσκεται εκεί. Είχα μάλλον σταθεί τυχερός.

«Παραμιλούσες» μου είπε. «Κάτι ζητούσες, μα δεν μπόρεσα να ακούσω τι».

Μπορεί εκείνη να μην είχε κατορθώσει να βγάλει νόημα, εγώ όμως θυμόμουν ακόμη τι ήταν εκείνο που ψέλλιζα: «Μια δεύτερη ευκαιρία».

Πίσω της πρόβαλε μια παρέα παιδιών, πριν ακόμη αποσώσω τις σκέψεις μου. Μια παρέα αγοριών που είχαν πια μεγαλώσει αρκετά. Δεν ήταν η όψη τους όπως ακριβώς την είχα στον νου. Όμως ήταν εκείνοι, δε με γελούσανε τα μάτια μου. Είχαν έρθει να μου δώσουν αυτό που απεγνωσμένα ζητούσα: χρόνο από τον χρόνο τους. Και εγώ, πιο ευτυχισμένος από ποτέ άλλοτε, αποσυνέδεσα από πάνω μου όλα τα μηχανήματα και έτρεξα προς το μέρος τους.

Μπήκαμε στο ασανσέρ και ανεβήκαμε στο ομορφότερο σημείο του νοσοκομείου, στην καφετέρια εκείνη με τα πολύχρωμα λουλούδια, τον γυάλινο θόλο και την απαλή μουσική που κρατούσε μακριά τις πονεμένες κραυγές των ασθενών. Τη νύχτα εκείνη το φεγγάρι είχε καρφιτσωθεί στον ουρανό και δεν έλεγε να ξεπιαστεί και να βουτήξει στα παγωμένα νερά της λίμνης που αντίκριζα.

Είχα δώσει μία υπόσχεση που έπρεπε να κρατήσω. Μόλις λοιπόν σήμανε δώδεκα το μεγάλο στρογγυλό ρολόι που έκανε το μονότονο θαλασσί του τοίχου να δείχνει λιγότερο βαρετό, γύρισα στο κρεβάτι μου, τράβηξα την κουβέρτα ως το κεφάλι και έκρυψα καλά το πρόσωπό μου. Ανάσαινα βαθιά και περίμενα… Περίμενα και ανάσαινα βαθιά…

Κάποια στιγμή βυθίστηκα σε βαθύ ύπνο. Και ξύπνησα εβδομάδες αργότερα. Ακόμη δεν μπορώ να εξηγήσω το γιατί -μαζί με εκείνη τη μέρα- παρατάθηκε επίσης και η ζωή μου. Όμως δε με ενδιέφερε και δε με ενδιαφέρει να βρω την εξήγηση, με νοιάζει πλέον μόνο να χαίρομαι την κάθε μου μοναδική στιγμή.

2η αποκριάτικη γιορτή στην Πύλη

Τετάρτη 14 Φεβρουαρίου 2018

Ακόμη μία χρονιά, δεύτερη στη σειρά, ο Δήμος Πύλης διοργάνωσε αποκριάτικη γιορτή για όλα τα παιδιά. Τρεις ολόκληρες ώρες, μικροί και μεγάλοι ξεφαντώσαμε, παίξαμε, τραγουδήσαμε, χορέψαμε και, φεύγοντας, ανανεώσαμε το ραντεβού μας για τον επόμενο χρόνο.

Θα ήθελα να ευχαριστήσω μέσα από την καρδιά μου τον Δήμο Πύλης για την εμπιστοσύνη που δείχνει στο πρόσωπό μου, όλους τους συμμετέχοντες και εκείνους που, μαζί με εμένα, εργάστηκαν σκληρά ώστε να έχουμε αυτό το όμορφο αποτέλεσμα.

Καλές απόκριες σε όλους!



 


Αντιμέτωπη με τον χειρότερο εχθρό μου

* Φωτογραφία (Pixabay/12019)

Από τα έντεκά μας περίπου χρόνια έως τα τριάντα τρία, η παρέα μας παρέμεινε ενωμένη. Έντεκα αγόρια και εφτά κορίτσια. Καμία εισχώρηση, καμία αποχώρηση, καμία απουσία από το ετήσιο ραντεβού μας κοντά δύο δεκαετίες. Κάθε χρόνο, στις 13 Αυγούστου, είμασταν όλοι εκεί, στο ίδιο ακριβώς σημείο, πιστοί στο ραντεβού μας. 

Ήτανε ξημερώματα Σαββάτου. Όπως κάθε άλλη χρόνια, συγκεντρωθήκαμε πολύ πριν ανατείλει ο ήλιος στην έξοδο της πόλης, ανταλλάξαμε αγκαλιές και φιλία και αναχωρήσαμε. Αφήσαμε πίσω μας τα φώτα και τη βουή και αρχίσαμε να ανεβαίνουμε το βουνό. Η μία στροφή διαδεχόταν την άλλη και το ένα έλατο παραχωρούσε τη θέση του στο άλλο. Φτάσαμε στον προορισμό μας δίχως να καταλάβουμε το πότε. Παρκάραμε τα οχήματά μας κοντά στον αυτοκινητόδρομο και ακολουθήσαμε το γνωστό μονοπάτι που χανόταν βαθιά μέσα στο δάσος, ώσπου βρεθήκαμε στο ανοιχτό εκείνο σημείο όπου κατασκηνώναμε πάντα. Ο μόνοι ήχοι που έφταναν στα αυτιά μας ήταν τα γέλια μας, τα μελωδικά κελαηδίσματα των πουλιών και τα γάργαρα νερά του ποταμού που βρισκόταν λίγα μέτρα πιο μακριά. 

Στρώσαμε τις κουβέρτες μας, ξαναπλώσαμε ο ένας πλάι στον άλλον και μείναμε ευτυχισμένοι να κοιτάμε τον καταγάλανο ουρανό. Κάποια στιγμή το μπλε του χρώμα άρχισε να βάφεται σταδιακά γκρίζο, να γίνεται μουντός, καταθλιπτικός. Ένα δυνατό σφύριγμα του ανέμου μάς έκανε να πεταχτούμε από τη θέση μας και να κολλήσουμε πλάτη πλάτη ο ένας στον άλλο. Μια περίεργη οσμή μας κύκλωσε. Τα μάτια μας άρχισαν να τσούζουν και να δακρύζουν. Σε απόσταση αναπνοής από εμάς βρέθηκε μια αγριεμένη πύρινη λαίλαπα. Χωριστήκαμε στη στιγμή. Άλλος έφυγε προς τον βορρά, άλλος προς τη δύση. 

Έτρεχα ξέπνοη προς την κορυφή του βουνού. Προς ένα σημείο που μου είχαν κάποτε πει ότι υπήρχε ένα καταφύγιο κυνηγών. Πήγαινα εγώ μπροστά και ξοπίσω μου έρχονταν δαιμονισμένες οι φλόγες. Τους φίλους μου τους είχαν μάλλον καταβροχθίσει και τώρα είχε φτάσει η δική μου σειρά. Από λεπτό σε λεπτό θα ερχόμουν αντιμέτωπη με τον μεγαλύτερο φόβο μου, όμως δεν ήμουν ακόμη έτοιμη να τον αντιμετωπίσω. 

Ένα πέτρινο σπίτι ξεπρόβαλε μπροστά μου. Μπήκα βιαστικά μέσα. Μια βαριά σιδερένια πόρτα με χώριζε από τον θάνατο μόνο. Την ανάσα του την ένιωθα καυτή. Έπρεπε να παλέψω για τη ζωή μου, όμως εγώ προτίμησα κουλουριαστώ σε μια γωνιά. Το δωμάτιο γέμισε ασφυκτικά καπνούς. Δυσκολευόμουν πολύ να αναπνεύσω. Ο χειρότερος εχθρός μου είχε βρει έναν τρόπο να με πλησιάσει. Τα βλέφαρά μου βάρυναν, το σώμα μου του παραδόθηκε αμαχητί, ο νους μου πέταξε φευγαλέα εδώ και εκεί, μα, στο τέλος, επέστρεψε σε εμένα. 

Τα μάτια μου άνοιξαν ξαφνικά. Το μέρος στο οποίο βρισκόμουν δε θύμιζε σε τίποτα το προηγούμενο. Η αναπνοή μου επανήλθε στους κανονικούς της ρυθμούς, ωστόσο η ανάγκη μου να βγω από το σπίτι παρέμενε έντονη. Ήθελα τόσο να αφήσω για πάντα πίσω μου τον εφιάλτη της περασμένης νύχτας, αλλά ήθελα και κάτι ακόμη, πολύ πιο σημαντικό, να κάνω: Άνοιξα την πόρτα του σπιτιού μου, μπήκα στο αυτοκίνητό μου και κίνησα να συναντήσω τους φίλους μου, οι οποίοι με περίμεναν καρτερικά ώρα πολλή, μιας και αυτή τη φορά ο ύπνος με είχε για τα καλά πάρει.

Για τον Άγιο Βασίλη

Παρασκευή 9 Φεβρουαρίου 2018

* Φωτογραφία (Pixabay/Judith Crowell)

Αγαπημένε μου Άγιε Βασίλη,

Σου στέλνω αυτό το γράμμα για να σου εκμυστηρευτώ κάτι πολύ σημαντικό: Εδώ και αρκετό καιρό, το έχω καταλάβει ότι δε ζεις στον Βόρειο Πόλο, ότι δεν έχεις ούτε έλκηθρο ούτε τάρανδους και πως δε διασχίζεις όλη τη γη για να τρυπώσεις την παραμονή της Πρωτοχρονιάς στο σπίτι μου από την καμινάδα. Ξέρω πως βρίσκεσαι πολύ κοντά, τόσο κοντά που, αν σταματήσω για λίγο να πιέζω το μολύβι στο χαρτί, θα ακούσω το ρυθμικό ροχαλητό σου να έρχεται από το διπλανό δωμάτιο.

Την αλήθεια την έχω καταλάβει χρόνια πριν. Και, εάν δεν ανησυχούσα τόσο πως θα μου φανερώσεις το δικό σου μυστικό, δε θα σου μαρτυρούσα ποτέ το δικό μου. Η ιστορία που έπλασες για εμένα, ξέρεις, μου αρέσει τόσο πολύ, που από τον κόσμο αυτόν με τη ρευστή σοκολάτα και τα ζαχαρωτά, με τα λαμπιόνια, τις πολύχρωμες γιρλάντες και τα ξωτικά, δε θέλω πια να επιστρέψω. Αυτή τη χρονιά δε θα σου ζητήσω να μου φέρεις ένα από εκείνα τα τηλεκατευθυνόμενα αυτοκίνητα, ούτε πατίνι ή ποδήλατο, δε φέρνουν πάντα τα υλικά αγαθά την ευτυχία. Θα σου ζητήσω απλώς να κάνεις για εμένα ό, τι κάνεις κάθε χρόνο, να συνεχίσεις να φυλάς στην καρδιά σου τη μαγεία των γιορτών. Να βάλεις πάλι κάτω από το δεντράκι μας μισό ποτήρι γάλα και ένα μισοδαγκωμένο μπισκότο για να τα βρω το πρωί και να χαρώ, να βάλεις μια χούφτα καραμέλες μέσα στην κόκκινη μπότα που κρέμεται από το τζάκι μας και μετά να κρύψεις και αυτό εδώ το γράμμα, μαζί με τα άλλα έξι, στο συρτάρι του γραφείο σου. Να το καταχωνιάσεις κάτω από εκείνη την επιστολή με τα ακαταλαβίστικα σημαδάκια, κάτω και από την άλλη με εκείνες τις ζωγραφιές που και εγώ ο ίδιος δε καταλαβαίνω καλά καλά, κάτω και από την περσινή μου, που είχα μόλις αρχίσει να γράφω τα πρώτα μου γράμματα και που η κάθε λέξη μου έπιανε σχεδόν μία σειρά.

Δεν ντρέπομαι να το παραδεχτώ, δε με ενοχλεί καθόλου αν με πουν αφελή. Κάπως έτσι άλλωστε φαντάζομαι ότι χαρακτήριζαν στο παρελθόν εκείνον που ονειρευόταν να πατήσει κάποτε το πόδι του στη σελήνη, εκείνους που κατάκτησαν τον Βόρειο και τον Νότιο Πόλο, αυτόν που σκαρφάλωσε στο ψηλότερο βουνό του κόσμου και τους άλλους που κατάφεραν να κάνουν μια αγκαλιά ξύλα και παλιοσίδερα να συναγωνιστούν στο πέταγμα τα πουλιά και να σχίσουν στα δυο τις θάλασσες.

Τι θα κερδίσουμε, άραγε, και οι δυο αν πειστούμε πως όλα αυτά είναι ένα ψέμα, πως, ενώ πέφτουμε τη νύχτα στο κρεβάτι μας και ενώ έπειτα ταξιδεύουμε σε τόπους ονειρικούς, στον δικό μας τον κόσμο δε συμβαίνει ούτε ένα πράγματα ανεξήγητο; Δώσε μας, σε παρακαλώ, μία ακόμη ευκαιρία και τους δυο. Και σε εμένα, που θέλω τόσο πολύ να παραμείνω παιδί, μα και σε εσένα, που αρνείσαι να μεγαλώσεις. Μην αργείς, κλείσε και εσύ μαζί μου τα αυτιά και θα το ακούσεις το κουδουνάκι του Ρούντολφ να χτυπά. Κλείσε και εσύ μαζί μου τα ματιά και θα τη δεις, όπως και εγώ, τη χρυσόσκονη που καλύπτει τον ουρανό, που αναμιγνύεται με τα άστρα και που κάνει τη νύχτα της παραμονής μαγευτική.

Μπαμπά, για μένα δεν είσαι ένας απλός μπαμπάς, αυτό να το θυμάσαι. Εσύ πολύ περισσότερα. Είσαι ο Άγιος Βασίλης που ονειρεύεται να έχει κάθε παιδί, όχι μόνο την τελευταία ημέρα του χρόνου, αλλά όλες τις υπόλοιπες τριακόσιες εξήντα τέσσερις μέρες της κάθε μίας χρονιάς.

Με αγάπη,
το «ξωτικό» σου