Αντιμέτωπη με τον χειρότερο εχθρό μου
* Φωτογραφία (Pixabay/12019)
Από τα έντεκά μας περίπου χρόνια έως τα τριάντα τρία, η
παρέα μας παρέμεινε ενωμένη. Έντεκα αγόρια και εφτά κορίτσια. Καμία εισχώρηση,
καμία αποχώρηση, καμία απουσία από το ετήσιο ραντεβού μας κοντά δύο δεκαετίες.
Κάθε χρόνο, στις 13 Αυγούστου, είμασταν όλοι εκεί, στο ίδιο ακριβώς σημείο,
πιστοί στο ραντεβού μας.
Ήτανε ξημερώματα Σαββάτου. Όπως κάθε άλλη χρόνια,
συγκεντρωθήκαμε πολύ πριν ανατείλει ο ήλιος στην έξοδο της πόλης, ανταλλάξαμε
αγκαλιές και φιλία και αναχωρήσαμε. Αφήσαμε πίσω μας τα φώτα και τη βουή και
αρχίσαμε να ανεβαίνουμε το βουνό. Η μία στροφή διαδεχόταν την άλλη και το ένα
έλατο παραχωρούσε τη θέση του στο άλλο. Φτάσαμε στον προορισμό μας δίχως να
καταλάβουμε το πότε. Παρκάραμε τα οχήματά μας κοντά στον αυτοκινητόδρομο και
ακολουθήσαμε το γνωστό μονοπάτι που χανόταν βαθιά μέσα στο δάσος, ώσπου
βρεθήκαμε στο ανοιχτό εκείνο σημείο όπου κατασκηνώναμε πάντα. Ο μόνοι ήχοι που
έφταναν στα αυτιά μας ήταν τα γέλια μας, τα μελωδικά κελαηδίσματα των πουλιών
και τα γάργαρα νερά του ποταμού που βρισκόταν λίγα μέτρα πιο μακριά.
Στρώσαμε τις κουβέρτες μας, ξαναπλώσαμε ο ένας πλάι στον
άλλον και μείναμε ευτυχισμένοι να κοιτάμε τον καταγάλανο ουρανό. Κάποια στιγμή
το μπλε του χρώμα άρχισε να βάφεται σταδιακά γκρίζο, να γίνεται μουντός,
καταθλιπτικός. Ένα δυνατό σφύριγμα του ανέμου μάς έκανε να πεταχτούμε από τη
θέση μας και να κολλήσουμε πλάτη πλάτη ο ένας στον άλλο. Μια περίεργη οσμή μας
κύκλωσε. Τα μάτια μας άρχισαν να τσούζουν και να δακρύζουν. Σε απόσταση
αναπνοής από εμάς βρέθηκε μια αγριεμένη πύρινη λαίλαπα. Χωριστήκαμε στη στιγμή.
Άλλος έφυγε προς τον βορρά, άλλος προς τη δύση.
Έτρεχα ξέπνοη προς την κορυφή του βουνού. Προς ένα σημείο
που μου είχαν κάποτε πει ότι υπήρχε ένα καταφύγιο κυνηγών. Πήγαινα εγώ μπροστά
και ξοπίσω μου έρχονταν δαιμονισμένες οι φλόγες. Τους φίλους μου τους είχαν
μάλλον καταβροχθίσει και τώρα είχε φτάσει η δική μου σειρά. Από λεπτό σε λεπτό
θα ερχόμουν αντιμέτωπη με τον μεγαλύτερο φόβο μου, όμως δεν ήμουν ακόμη έτοιμη
να τον αντιμετωπίσω.
Ένα πέτρινο σπίτι ξεπρόβαλε μπροστά μου. Μπήκα βιαστικά
μέσα. Μια βαριά σιδερένια πόρτα με χώριζε από τον θάνατο μόνο. Την ανάσα του
την ένιωθα καυτή. Έπρεπε να παλέψω για τη ζωή μου, όμως εγώ προτίμησα
κουλουριαστώ σε μια γωνιά. Το δωμάτιο γέμισε ασφυκτικά καπνούς. Δυσκολευόμουν
πολύ να αναπνεύσω. Ο χειρότερος εχθρός μου είχε βρει έναν τρόπο να με
πλησιάσει. Τα βλέφαρά μου βάρυναν, το σώμα μου του παραδόθηκε αμαχητί, ο νους
μου πέταξε φευγαλέα εδώ και εκεί, μα, στο τέλος, επέστρεψε σε εμένα.
Τα μάτια
μου άνοιξαν ξαφνικά. Το μέρος στο οποίο βρισκόμουν δε θύμιζε σε τίποτα το προηγούμενο.
Η αναπνοή μου επανήλθε στους κανονικούς της ρυθμούς, ωστόσο η ανάγκη μου να βγω
από το σπίτι παρέμενε έντονη. Ήθελα τόσο να αφήσω για πάντα πίσω μου τον
εφιάλτη της περασμένης νύχτας, αλλά ήθελα και κάτι ακόμη, πολύ πιο σημαντικό,
να κάνω: Άνοιξα την πόρτα του σπιτιού μου, μπήκα στο αυτοκίνητό μου και κίνησα
να συναντήσω τους φίλους μου, οι οποίοι με περίμεναν καρτερικά ώρα πολλή, μιας
και αυτή τη φορά ο ύπνος με είχε για τα καλά πάρει.
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου