Ένας κόσμος λιγότερο παραμυθένιος από τον δικό μου

Σάββατο 21 Οκτωβρίου 2017


Και σήμερα, όπως και χθες και προχθές, αφήνω βιαστικά το γιο μου στην εξώπορτα του σχολείου του, κάνω μεταβολή, σκύβω το κεφάλι μου για να μην παγώσει ο άνεμος το πρόσωπό μου και φεύγω. Βαδίζω δέκα, δεκαπέντε βήματα και είμαι έτοιμη να διασχίσω τον πιο πολυσύχναστο αυτοκινητόδρομο της πόλης. Τις περισσότερες φορές ρίχνω μια δυο κλέφτες ματιές δεξιά και αριστερά, για να βεβαιωθώ ότι υπάρχει ένα άνοιγμα και για εμένα ανάμεσα στα διερχόμενα αυτοκίνητα, και περνώ βιαστικά απέναντι. Σήμερα όμως τα αυτοκίνητα πηγαίνουν και έρχονται σαν τρελά και ούτε μια χαραμάδα δε μου αφήνουν να χωθώ. 

Περιμένω, λοιπόν, και περιμένω… Παραπάνω από υπομονετικά, θα έλεγα. Ούτε που ξέρω πόση ώρα στέκομαι ακίνητη και κοιτώ αποσβολωμένη τα σχήματα που μοιάζουν να έχουν ξεχυθεί μεμιάς σε έναν οργισμένο ποταμό. Τα πόδια μου αρχίζουν να παγώνουν. Το ίδιο και τα χέρια μου. Και η από ώρα, κυρτή πλάτη μου έχει αρχίσει και αυτή να πονά. Αναγκάζομαι να οπισθοχωρήσω μερικά βήματα. Κάνω ένα, δυο, τρία… τέσσερα ίσως βήματα πίσω. Κάθομαι αναπαυτικά σε ένα ξύλινο παγκάκι και, πρώτη φορά τέτοιον καιρό, που ο γκρίζος χειμωνιάτικος ουρανός σφίγγει για τα καλά την καρδιά μου, σηκώνω το βλέμμα μου και αρχίζω να παρατηρώ προσεκτικά τον κόσμο. 


Κοιτώ όλους εκείνους που τρέχουν ακόμη βιαστικά, μα και κάποιους άλλους: Μια κοπέλα που βρίσκεται λίγα μόλις μέτρα μακριά μου, καθισμένη σε ένα άλλο ξύλινο παγκάκι της γειτονιάς μας, και σχηματίζει με τα δάκρυά της λιμνούλες στα πόδια. Και έναν άλλον νεαρό, βυθισμένος στις σκέψεις του και αυτός, που προχωρά τρικλίζοντας, σαν να είναι ζαλισμένος. Κάποια στιγμή, αυτός με προσπερνά. Σηκώνεται μετά και η κοπελιά και φεύγει. Και μένω μονή μου τώρα εγώ να συλλογίζομαι όλα αυτά που αντίκρισα, να προσπαθώ να σηκωθώ και να επιστρέψω επιτέλους στο σπίτι μου. Φτάνει το μεσημέρι. Ώρα να πάρω το γιο μου από το σχολείο. Βαδίζω αργά και εξερευνητικά αυτή τη φορά. Μπροστά μου διαδραματίζεται ένα ακόμη θλιβερό σκηνικό: Δυο αγόρια πιάνονται στα χέρια. Το ένα πέφτει κάτω και το άλλο το ξυλοκοπά με μανία. Μέχρι να τα πλησιάσω, εξαφανίζονται, γίνονται καπνός. Σηκώνονται και τα δυο και τρέχουν φοβισμένα προς αντίθετες κατευθύνσεις. Αναρωτιέμαι αν η κοπέλα, ο νεαρός ή τα δυο αυτά παιδιά μοιραστούν αργότερα τις έννοιες και τους φόβους τους με τους γονείς τους. 

Την ίδια κιόλας μέρα επιδιώκω να κάνω μια τρίτη και μια τέταρτη εξόρμηση. Μία το απόγευμα, με το ποδήλατό μου, σε δυο τρεις κοντινές γειτονιές, και μία μεταμεσονύχτια, με το αυτοκίνητό μου, μεγαλύτερης διάρκειας αυτή τη φορά. Χτενίζω όλη την πόλη τελικά. Σε γωνιές σκοτεινές, σε πάρκα ερειπωμένα, σε εισόδους πολυκατοικιών και σε μισογκρεμισμένα κτήρια βλέπω να σκιαγραφείται η μοναξιά. Μια μαυρίλα που η δική μου ολόχρωμη ζωή ούτε που φανταζόταν ότι υπήρχε. 

Πρώτη φορά πιάνω τον εαυτό να τρέμει στην ιδέα ότι ανάμεσα σε εκείνους τους νέους και τις νέες που βρίσκονται κουρνιασμένοι μπροστά μου μπορεί να είναι και το δικό μου παιδί. Κατεβάζω ως κάτω το παράθυρο και κοιτώ ξανά, ακόμη πιο προσεκτικά, πιο φοβισμένα. Συνειδητοποιώ πλέον πως και εγώ, όπως και οι γονείς αυτών των παιδιών, μέχρι πριν λίγο εθελοτυφλούσα. Δεν είχα την παραμικρή ιδέα τι συνέβαινε έξω από το σπίτι μου. Για την ακρίβεια, δεν ήθελα να μάθω, διότι νόμιζα πως δε με αφορά.

Η πρώτη ηλιαχτίδα της μέρας εμφανίστηκε ξαφνικά, τα σκοτάδια ευθύς τράπηκαν σε άτακτη φυγή. Είναι ώρα πια να κοιτάξω τους φόβους μου κατάματα. Στο δικό μου παραμύθι τελικά δεν υπάρχουν μόνο νεράιδες και πρίγκιπες. Υπάρχουν πλέον και τέρατα και δράκοι, με τους οποίους πρέπει σήμερα κιόλας να αναμετρηθώ. Γιατί, αν από θαύμα, δε βρήκα την περασμένη νύχτα το γιο μου στα σκοτάδια, δε σημάνει ότι δεν ήταν εκεί προχθές ή πως δε θα είναι αύριο.


Μαρία Καλύβα
Πηγή: http://fwords.gr/enas-kosmos-ligotero-paramuthenios-apo-ton-diko-mou/

 

 



To πλασματάκι μας επισκέφτηκε το 9ο και το 14ο Νηπιαγωγείο Καρδίτσας

Τρίτη 10 Οκτωβρίου 2017


Το ξεχωριστό πλασματάκι μας επισκέφτηκε σήμερα τα παιδάκια και τις γλυκύτατες δασκάλες του 9ου και του 14ου Νηπιαγωγείου Καρδίτσας. Έκανε νέους φίλους και, με αυτούς, έπαιξε, ζωγράφισε και τραγούδησε. Και όταν ήρθε η ώρα να γύγει, τους αποχαιρέτησε με ένα πλατύ χαμόγελο. 
Σας ευχαριστώ από τα βάθη της καρδιάς μου που μας δεχτήκατε σε αυτόν τον τόσο όμορφα διαμορφωμένο χώρο και που μας ξεπροβοδίσατε με τις καλύτερες ευχές.

Να είστε όλοι και όλες υγιείς και ευτυχισμένοι!
 



Η οικογένεια απαρτίζεται πάντοτε από το παιδί, τη μαμά… και τον μπαμπά;

Σάββατο 7 Οκτωβρίου 2017


 
Όταν ήμουν μικρός, πολύ μικρός, ούτε στο σχολείο δεν πήγαινα ακόμη, θυμάμαι, οι γονείς μου άρχισαν να διαφωνούν σχεδόν καθημερινά, για διάφορους λόγους, κατά κύριο λόγο ασήμαντους. Για το ποιος ξέχασε, ας πούμε, να πληρώσει τον τελευταίο λογαριασμό του ηλεκτρικού ρεύματος, και έτσι μείναμε δυο ολόκληρα βράδια να γυρνάμε στο σπίτι με κεράκια αναμμένα, ή για το ποιανού σειρά ήταν να πλύνει τα πιάτα που βρίσκονταν στον νεροχύτη της κουζίνας από χθες και προχθές, τα οποία είχαν σχηματίσει ένα πανύψηλο βουνό που λίγο λίγο κατέρρεε. Τότε δε με λυπούσε αυτό το λεκτικό πινκ πονκ που έπαιζαν οι δυο τους, το αντίθετο μάλιστα, γιατί, στο τέλος, κερδισμένος έβγαινα πάντα εγώ. Μπορούσα, δηλαδή, να περάσω περισσότερο χρόνο με τη μαμά μου και εκείνη να μου κάνει ακόμη περισσότερα χατίρια. Όσο μεγάλωνα βέβαια εγώ, μεγάλωναν και εκείνοι. Μαζί με εμάς τους τρεις, όμως, μεγάλωνε και τα χάσμα που χώριζε τους γονείς μου, και έτσι οι αστείες διαφωνίες τους μετατράπηκαν σε ανούσια καβγαδάκια —που και πάλι, όμως, δε με ενοχλούσαν πολύ. Με ενοχλούσαν μόνο τις ώρες που διάβαζα και όταν έρχονταν οι φίλοι μου στο σπίτι για να παίξουμε. Όταν έγινα, ωστόσο, δεκαπέντε περίπου ετών, τα, κατά κάποιον τρόπο, χαριτωμένα καβγαδάκια τους μετατράπηκαν σε έντονους καβγάδες, σε φωνές του μπαμπά και σε κλάματα της μαμάς. Πολλές φορές, στο τέλος της μάχης, ο μπαμπάς μου έφευγε από το σπίτι και δε γύριζε ποτέ πριν πέσει ο ήλιος. Τα πιο πολλά βραδιά δεν ήταν καν εκεί για να του πω μια «καληνύχτα». Και, αργότερα, λίγες μόνο εβδομάδες μετά, έπειτα από κάθε καβγά, έκανε μέρες ολόκληρες να επιστρέψει κοντά μας. Όλα αυτά τα βράδια που έλειπε, η μαμά μου δεν το κουνούσε ρούπι από εμένα. Ούτε μια φορά δεν άνοιξε την πόρτα να φύγει πρώτη εκείνη. Έμενε παρέα μου να με φροντίζει, να ξαγρυπνά στο πλευρό μου όταν αρρώσταινα, να με βοηθά με τα μαθήματά μου και να συζητά μαζί μου τα διάφορα ζητήματα που με απασχολούσαν. Ενώ τα μάτια της ήταν μόνιμα πια βουρκωμένα και το κορμί της είχε αρχίσει να την προδίδει από την κούραση, δεν έπαυε να μου χαμογελά και να με κανακεύει, να κάνει τις δουλειές που της αναλογούσαν, και ακόμη περισσότερες.




Κάποτε πήρα το θάρρος και τη ρώτησα:
«Μαμά, γιατί δε χωρίζετε με τον μπαμπά;»
Και εκείνη, νομίζοντας πως η απουσία του από τη ζωή μας θα με πονούσε αφόρητα, νομίζοντας πως έτσι θα με καθησύχαζε, μού απάντησε:
«Γιατί είμαστε οικογένεια, παιδί μου».
«Και τι σημαίνει οικογένεια», τη ρώτησα χρόνια μετά, λίγο πριν ενηλικιωθώ.
«Οικογένεια μου είπε σημαίνει ''μπαμπάς'', ''μαμά'' και ''παιδί''».
«Κάνεις λάθος!», της είπα. «Οικογένεια σημαίνει ''αγάπη'', ''ευτυχία'', ''υποστήριξη'', ''κατανόηση''… αγάπη σημαίνει ''παρουσία''».
Το ίδιο κιόλας βράδυ, η μαμά μου μάζεψε δυο τρεις αλλαξιές ρούχα στη βαλίτσα της και άλλα τόσα μάζεψα και εγώ στη δική μου, και φύγαμε από το σπίτι χέρι χέρι.
Τώρα πια, στα τριάντα μου σχεδόν χρόνια, μπορώ με βεβαιότητα να πω ότι οι πιο όμορφες αναμνήσεις της ζωής μου μού δημιουργήθηκαν μετά την ενηλικίωσή μου. Τώρα πια μπορώ με βεβαιότητα να πω ότι δεν είδα ποτέ ξανά βουρκωμένη τη μαμά από τότε.
Ήρθαν και δύσκολες μέρες, δεν το κρύβω, που τα οικονομικά  μας μάς δυσκόλεψαν λιγάκι τη ζωή και που κληθήκαμε και οι δυο να απολογηθούμε στους γύρω μας για κάτι που δε φτιάξαμε, όμως ποτέ μου  δε μετάνιωσα για την ώθηση που έδωσα στη μαμά να ξεκολλήσει από τον πάτο στον οποίο είχε κολλήσει εξαιτίας του μπαμπά μου.  Εάν δεν είχαμε τότε αποφασίσει να του γυρίσουμε την πλάτη, η μαμά μου, το ξέρω, ακόμη θα έτρεμε τη σκιά της και εγώ θα είχα την ίδια ακριβώς κατάληξη με εκείνον στο μέλλον: θα εμένα μόνος, με μια πέρα για πέρα εσφαλμένη εντύπωση του τι σημαίνει «οικογένεια».

Μαρία Καλύβα
Πηγή: http://fwords.gr//h-oikogeneia-apartizetai-pantote-apo-to-paidi-ti-mama-kai-ton-baba/