Μια ακόμα μάχη

Παρασκευή 30 Μαρτίου 2018

* Φωτογραφία (Pixabay/Pete Linforth )


Η Μυρτώ έφτασε ξέπνοη στο τηλέφωνο. Με την Άννα, τη δίδυμη της αδελφή, επικοινωνούσαν πάντα με έναν τρόπο μαγικό, όσο μακριά κι αν βρισκόταν η μία από την άλλη. Μπορούσε πάντα να αναγνωρίσει τα χαρούμενα κουδουνίσματα του τηλεφώνου, όταν την καλούσε για να της μεταφέρει κάποια χαρμόσυνη είδηση. Μπορούσε όμως να αναγνωρίσει και το μελαγχολικό χτύπημα που την προϊδέαζε για τα άσχημα μαντάτα που θα άκουγε.

Αυτό το κουδούνισμα που έφτανε τώρα στα αφτιά της το ήξερε καλά. Μπορεί να μην το άκουγε συχνά, μα μπορούσε να φανταστεί τι θα ακολουθούσε.

«Άννα!» φώναξε η Μυρτώ, προτού ακούσει τη φωνή της αδερφής της. «Είσαι καλά;»

«Δεν μπορώ να ανασάνω, Μυρτώ» της απάντησε εκείνη με αναφιλητά. Θαρρείς πως ήταν η πρώτη  φορά που της συνέβαινε αυτό και πως δεν ήξερε ακόμη τον τρόπο να το διαχειριστεί.

«Όχι πάλι!» σχολίασε η Μυρτώ.

«Αδερφούλα μου, δε θέλω να πεθάνω!» της είπε η Άννα και ξέσπασε σε ακόμη πιο σπαρακτικά  κλάματα.

Ήταν το τελευταίο νέο που ήθελε να ακούσει η Μυρτώ. Η αδερφή της είχε παλέψει αρκετές φορές στο παρελθόν με τις κρίσεις πανικού και τις είχε νικήσει. Δεν άντεχε να τη δει ξανά να υποφέρει.

«Που είσαι, να ’ρθω;» τη ρώτησε ενώ πέρναγε την τσάντα της στον ώμο. Αλλά η Άννα ήταν λες και δεν την άκουγε.

«Φοβάμαι πολύ» μόνο αυτό της έλεγε.

Η Μυρτώ άνοιξε την πόρτα και πετάχτηκε στον δρόμο.

«Μπορείς να νικήσεις, μην τα παρατάς» συνέχιζε να της μιλά και να τρέχει.

«Δεν είναι σαν τις άλλες φορές» αποκρίθηκε η Άννα και σώπασε.

«Σ’ έχω δει να τα βάζεις μαζί τους, Άννα» της είπε κάπως πιο απότομα αυτή τη φορά. Ήταν ο μόνος τρόπος για να τη συνεφέρει. Την είχε άλλωστε δοκιμάσει ξανά αυτή την τακτική και είχε πετύχει.
Πόσο πολύ φοβόταν η Άννα ότι δε θα ξανάκουγε την αδερφή της. Ο κόμπος που της έφραζε τον λαιμό και της προκαλούσε πνιγμό την ανάγκαζε να ανασαίνει γρήγορα και κοφτά. Σύντομα μούδιασαν τα άκρα της, και το στήθος της ήταν σαν να είχε πιάσει φωτιά. Πολλές φορές είχε νιώσει πώς είναι να περιμένεις το τέλος σου, πάντοτε ωστόσο ήταν σαν να το ζούσε πρώτη φορά.

«Είσαι δυνατή, Άννα» ακούστηκε η Μυρτώ από την άλλη άκρη του ακουστικό που είχα πια πέσει στο πάτωμα, μα εκείνη δεν την άκουγε πλέον. Είχε μόλις ανοίξει με μια γροθιά το ξύλινο παράθυρο του σπιτιού της και ήταν έτοιμη να ξεχυθεί στους δρόμους να ζητήσει βοήθεια. Την κατάλληλη όμως στιγμή εμφανίστηκε μπροστά της η Μυρτώ. Της κράτησε το χέρι, την κοίταξε βαθιά στα μάτια και της είπε: «Είσαι δυνατή, πίστεψέ το πια!»

Το αόρατο άγγιγμα

Σάββατο 17 Μαρτίου 2018

 
 * Φωτογραφία (Pixabay/guentherlig)

Δεν υπήρχε ούτε μία μέρα της ζωής μου που να μην ανοίξω τα μάτια μου το πρωί και να μην τρέξω ως την αυλή να αντικρίσω το αγαπημένο μου νησί. Εκείνο το νησί που βρισκόταν ακριβώς απέναντι από το σπίτι μου και ήταν πνιγμένο στη βλάστηση. Κάθε φορά έμπαινα στο νερό, μα κάθε φορά δείλιαζα να κολυμπήσω. Και έτσι συνέχιζα να το κοιτώ από μακριά και να εύχομαι να αποκτήσω κάποτε μία σχεδία, για να μπορέσω να το επισκεφτώ. Δεν ξέρω γιατί, αλλά ο τόπος αυτός κέντριζε την περιέργειά μου από τότε που ήμουν παιδί. Λίγο οι ιστορίες που είχα ακούσει τα βράδια κάτω από τα άστρα, λίγο η δική μου η φαντασία μου, είχα πλάσει έναν τόπο που όμοιός του δεν υπήρχε στη γη.
Μια πέρα λοιπόν το αποφάσισα. Έδωσα όλες τις οικονομίες μου και αγόρασα μία φουσκωτή βάρκα, να ζήσω επιτέλους τη μεγαλύτερη περιπέτεια της ζωής μου. Ο ήλιος μόλις ανέτελλε, αλλά εγώ ήμουν από ώρα έτοιμη για το μεγάλο ταξίδι. Φόρεσα το σωσίβιο μου, έσυρα τη βάρκα ως το νερό και, σιγά σιγά, στριμώχτηκα μέσα της. Είχε λίγο κύμα εκείνη τη μέρα, όμως τα σχέδιά μου δε έπαιρναν αναβολή.

Μέχρι να το καταλάβω, έφτασα κιόλας ως τα μισά της διαδρομής. Λες και ένα αόρατο χέρι με έσπρωχνε να συνεχίσω. Κάμποσα ακόμη χτυπήματα με τα κουπιά και, σε λιγότερο από μία ώρα, έφτασα στην αντίπερα ακτή. Η άμμος ήταν διαφορετική, οι κόκκοι της ήταν πιο ψιλοί και χρυσαφένιοι. Και η πλούσια βλάστηση ήταν κι αυτή μαγευτική. Κοντά στην όχθη, τα δέντρα ήταν πράσινα, ροζ, πορτοκαλί, όσο όμως προχωρούσα προς την καρδιά του νησιού, τα δέντρα όλο και σκοτείνιαζαν, το ίδιο και τα φυτά. Η γη αποκτούσε ένα σκούρο χρώμα και ο ουρανός κρυβόταν.

Τα ρουθούνια μου άγγιξε ξαφνικά μία απόκοσμη μυρωδιά: ένα μείγμα λάσπης, μούχλας και σάπιων φύλων. Σαν να μην έφτανε αυτό, ήρθε να προστεθεί και η βροχή, να κάνει την οσμή αυτή ανυπόφορη. Δεν θα τα παρατούσα τόσο εύκολα, τόσα και τόσα χρόνια ονειρευόμουν να βρεθώ εκεί. Παλιά βέβαια λαχταρούσα να σκαρφαλώσω στα πανύψηλα δέντρα, να βουτήξω στα κρυστάλλινα νερά και να μαζέψω μια αγκαλιά μενεξεδιά λουλούδια. Τώρα όμως δεν ήθελα το ίδιο πια…

Όταν πήγαινα ακόμη στο σχολείο, ένα μεγαλύτερο παιδί μου είχε πει πως στο νησί αυτό ζούσε ένας ηλικιωμένος άντρας που, στα νιάτα του, το έσκαγε τις νύχτες από εκεί και επισκεπτόταν τη δική μας πλευρά. Πως όταν όλοι κοιμόντουσαν, εκείνος έμπαινε κρυφά στα σπίτια και έκλεβε τα παιδιά. Επειδή όμως όλα αυτά τα άκουγα πρώτη φορά και δεν είχαν φυσικά επιβεβαιωθεί, δεν πίστεψα λέξη.
Συνέχισα να βαδίζω, να παραμερίζω τα πεσμένα κλειδιά και να πηδώ πάνω από εκείνα που είχαν στοιβαχτεί στα πόδια μου και μου έφραζαν τον δρόμο. Ώσπου έφτασα τελικά στο κέντρο του νησιού, σε ένα σημείο που περικυκλωνόταν από αμέτρητα δέντρα και που δεν μπορούσε να το πιάσει ανθρώπινο μάτι. Ούτε τον ουρανό μπορούσα πια να δω ούτε τα πουλιά.

Ο τόπος αυτός δεν έδειχνε σημάδια ζωής. Μήτε ζώα υπήρχαν μήτε άνθρωποι. Είχα χάσει την αίσθηση του χρόνου και το ρολόι μου είχε σταματήσει να δουλεύει από τη στιγμή που είχα αποβιβαστεί από τη βάρκα. Το μόνο που υπήρχε σε αυτό το μικρό κομμάτι άγονης γης που βρισκόμουν ήταν μία τρύπα. Μια τρύπα στη γη που, όταν έσκυψα να κοιτάξω μέσα της, δεν κατάφερα να δω τίποτε άλλο εκτός από το απέραντο σκοτάδι. Ήθελα να μάθω που σταματούσε και από ποιον είχε φτιαχτεί, αλλά δείλιαζα κιόλας. Και τότε, να σου πάλι το αόρατο εκείνο χέρι, να με ωθεί να κάνω όλα αυτά που οι άλλοι με επέτρεπαν.

Άναψα τον φακό που είχα δέσει πρόχειρα στο καπέλο μου και στριμώχτηκα στο χωμάτινο τούνελ που οδηγούσε στα έγκατα της γης. Συνέχισα να κυλιέμαι στο σκοτάδι, μέχρι τη στιγμή εκείνη που πρωτοσκέφτηκα ότι, αν υποχωρούσε το χώμα, θα θαβόμουν ζωντανή. Μα ποιος να το πίστευε αυτό που είδα τότε! Σε ποιον άραγε να το διηγούμουν όταν θα επέστρεφα και δε θα με περνούσε για τρελή! Σε μια υπόγεια σπηλιά, τρία βήματα όλη και όλη από τη μία άκρη ως την άλλη, ζούσε ένας άντρας σχεδόν αποστεωμένος, με μακριά και μπερδεμένα γένια και μαλλιά, που έμοιαζαν με φωλιά.
Αυτός πρέπει να είναι, συλλογίστηκα και ο νους μου γύρισε στα παιδικά μου χρόνια. Μα αυτός εδώ δεν έδειχνε ούτε τόσο κακός ούτε τόσο πονηρός. Ίσως και να ήταν κάποτε, μα πάνε τόσα χρόνια, συνέχισα να σκέφτομαι. Ό,τι φριχτό κι αν είχε κάνει στη ζωή του, το είχε σίγουρα πληρώσει ακριβά.

«Πρέπει να έρθεις μαζί μου» του είπα, όμως εκείνος έδειχνε να μη με καταλαβαίνει. «Πρέπει να φύγεις από αυτό το νησί».
«Όχι» ψέλλισε.
«Γιατί;»
«Γιατί δεν ήρθε ακόμη η ώρα».
«Και πότε θα ’ρθει;»
«Αργεί ακόμη».
Τα μάτια του γυάλισαν.
«Είναι λοιπόν αλήθεια;» τον ρώτησα. Κατά βάθος, αρνούμουν να το πιστέψω.
Χαμήλωσε το βλέμμα.
«Πώς μπόρεσες, πώς;» του φώναξα και η φωνή μου νομίζω ότι αντήχησε ως την άλλη άκρη του νησιού.
«Τις νύχτες γίνομαι ένα τέρας» μου είπε και με κοίταξε στα μάτια.

Έκανα ένα μικρό βήμα πίσω. Εκείνος έκανε ένα βήμα εμπρός, προς το μέρος μου. Μπήκα στο τούνελ και άρχισα να σέρνομαι, όμως αυτός πάσχιζε να με κρατήσει κοντά του.
«Άφησε με!» ούρλιαξα και τον κλώτσησα στο πρόσωπο, όταν με άρπαξε από το πόδι και προσπάθησε να με σύρει στη σπηλιά. Έμπηξα ακόμη πιο βαθιά τα νύχια μου στο χώμα και τράβηξα το σώμα μου με όλη μου τη δύναμη. Σερνόμουν ξέπνοη στα χώματα και τις μυτερές πέτρες, όμως και εκείνος πάλευε με την ίδια μανία.

Τελικά, τα κατάφερα, βγήκα στον έξω κόσμο και άρχισα να τρέχω. Περιπλανήθηκα ώρα στο δάσος με τον φόβο να πεταχτεί μπροστά μου και να μου στερήσει και εμένα τη ζωή. Είχε αρχίσει να ξημερώνει. Δειλά δειλά είχα αρχίσει να βλέπω ξανά τον ουρανό, τον ήλιο και τα πουλιά. Μα και το σπίτι μου, το σπιτάκι μου, που με περίμενε να επιστρέψω… Μετά από πολύ προσπάθεια, βρήκα και το σημείο με τα ποικιλόχρωμα δέντρα, όπου είχα δέσει τη βάρκα μου.

Κάπου εδώ πρέπει να ήταν, συλλογίστηκα και, σαν δεν κατάφερνα να τη βρω, έριξα μερικές ακόμη ματιές τριγύρω. Εδώ! Ακριβώς εδώ ήταν, είμαι σίγουρη γι’ αυτό! Την είχα πράγματι δέσει τη βάρκα γύρω από έναν παχύ κορμό που έστεκε αγέρωχος μπροστά μου.

Ο άντρας εκείνος με το σκοτεινό παρελθόν δε με είχε ακολουθήσει. Δεν άκουσα στιγμή το βήμα του ούτε είδα τη σκιά του. Ωστόσο, εμφανίστηκε μπροστά μου από το πουθενά. Με κοιτούσε λυπημένος, φανερά μετανιωμένος για όσα είχαν συμβεί. Ερχόταν προς το μέρος μου με βήμα αργό και βλέμμα πονεμένο, σέρνοντας πίσω του τη βάρκα μου. Για μια στιγμή ξεγελάστηκα, πίστεψα ότι το είχε μετανιώσει και θα με άφηνε να γυρίσω στην κανονική μου ζωή, αλλά εκείνος άρχισε να με κυνηγά ξανά. Δεν είχα άλλη επιλογή από το να βουτήξω στη θάλασσα. Τι και αν δεν ήξερα να κολυμπώ, η ψυχή και το σώμα αρνούνταν να του παραδοθούν. Και τότε, να σου ξανά, τρίτη φορά και τελευταία, το ίδιο εκείνο αέρινο άγγιγμα να με κρατά στην επιφάνεια της θάλασσας, ενώ ένα ανάλαφρο αεράκι έφερε στα αυτιά μου μια γλυκιά παιδική φωνή: «Στο σκοτάδι ή στο φως, τα τέρατα παραμένουν τέρατα» μου είπε. «Γι’ αυτό κολυμπά, μη σταματάς! Και όταν φτάσεις στην άλλη όχθη, μην ξεχάσεις να διηγηθείς εσύ τώρα σε όλους όσα έζησες σε αυτό το νησί».

«Γιατί εμένα;» θέλησα να ρωτήσω. «Γιατί επέλεξες εμένα;» Μα ήμουν ολομόναχη και ολομόναχη έπρεπε να παλέψω για όσα δεν πάλεψε άλλος κανείς.

Ο Ρεβιθούλης

Πέμπτη 8 Μαρτίου 2018

* Φωτογραφία (Pixabay/Prawny)

Μια φορά κι έναν καιρό, σε ένα δάσος μιας χώρας μακρινής, ζούσε μια οικογένεια με πέντε παιδιά. Ο μεγαλύτερος γιος της οικογένειας λεγόταν Ρεβιθούλης, και ήταν ένα παιδί μικροκαμωμένο. Για την ακρίβεια, ο Ρεβιθούλης ήταν ο πιο κοντός κι ο πιο αδύνατος από όλα τα αδέρφια του. Τα καλοκαίρια ζωήρευε κάπως. Τα ζουλιγμένα μαγουλάκια του στρογγύλευαν και έπαιρνα το χρώμα της ώριμης ντομάτας. Τον χειμώνα όμως, που η τροφή γινόταν δυσεύρετη για τα ζώα του δάσους, εκείνος δεν μπορούσε να κοιμηθεί εάν δε μοιραζόταν το φαγητό του μαζί τους.

Όταν όλοι λοιπόν έτρωγαν το βραδινό τους, εκείνος έκρυβε κάτω από το τραπέζι μια φέτα ψωμί. Και όταν όλοι πάλι αποκοιμιούνταν, εκείνος άνοιγε κρυφά την εξώπορτα, θρυμμάτιζε το ψωμάκι του και ύστερα έμπαινε αμέσως μέσα. Ποτέ δεν ήξερε με ποια ζώα μοιραζόταν το φαΐ του, ούτε τον ένοιαζε. Το μόνο που τον ενδιέφερε ήταν πως, μέσα σε λίγα λεπτά, τα ψίχουλα εξαφανίζονταν πάντοτε από την αυλή του.

Αυτό δε συνέβαινε μια, δυο, τρεις… πέντε νύχτες το πολύ. Αυτό συνέβαινε κάθε βράδυ, όλους σχεδόν τους χειμώνες της ζωής του Ρεβιθούλη. Και έτσι, βλέποντας οι γονείς του το παιδί τους να μην παίρνει ούτε ένα γραμμάριο κάθε χρόνο, παραδέχτηκαν με τα πολλά ότι ήταν ανήμποροι να τον μεγαλώσουν σωστά. Δεν ήταν πως δεν τον αγαπούσαν, κάθε άλλο μάλιστα, αλλά, να, ένα παιδί δεν μπορεί να τραφεί μόνο με την αγάπη.

Μια και δυο, πήραν τη μεγάλη απόφαση:

«Αύριο το πρωί, μόλις φέξει η μέρα, θα πάρουμε τον Ρεβιθούλη και θα τον πάμε στη άλλη άκρη του δάσους» είπε ο πατέρας του. Και η μητέρα του, σαν κατάλαβε αυτά που σκόπευε εκείνος να κάνει, έβαλε τα κλάματα.

«Δεν μπορώ να το κάνω» του απάντησε «φοβάμαι πολύ για εκείνον». Και έκανε να φύγει μακριά. Όμως αυτός τη σταμάτησε, μπήκε μπροστά της και της έκλεισε τον δρόμο.

«Μα δεν το βλέπεις, γυναίκα, πως το παιδί μας λιώνει μέρα με τη μέρα;» της είπε. Δεν γνώριζε, βλέπετε, το παραμικρό από όλα εκείνα που έκανε ο Ρεβιθούλης τις νύχτες.

«Το βλέπω» αποκρίθηκε αυτή «όμως και πάλι δεν μπορώ να τον εγκαταλείψω».

«Και αν η μοίρα του είναι καλύτερη μακριά μας; Αν τον βρει κάποιος πλούσιος περαστικός και του προσφέρει όλα αυτά που εμείς δεν μπορούμε;» ρώτησε πάλι ο πατέρας του Ρεβιθούλη.

Πες πες, κατάφερε τελικά να την πείσει την γυναίκα του, και έτσι, το επόμενο πρωί, είπε στον γιο του:

«Ρεβιθούλη, παιδί μου, ο χειμώνας είναι βαρύς και τα ξύλα μας σχεδόν τελείωσαν. Στη άλλη άκρη του δάσους, υπάρχουν πολλά ριγμένα δέντρα, που κανείς δεν τα χρειάζεται όσο εμείς. Θα μας βοηθήσεις να τα φέρουμε στο σπίτι;»

«Φυσικά, πατέρα» απάντησε εκείνος και κίνησε με χαρά να φορέσει ζεστά ρούχα και δυο ζευγάρια κάλτσες, για να μην κρυώσουν τα πόδια του.

Περπάτησαν ώρα πολύ και οι τρεις, ώσπου κάποια στιγμή έφτασαν σε ένα σημείο που δυο δρόμοι συναντιούνταν και δημιουργούσαν μαζί έναν σταυρό.

Πόσες και πόσες ιστορίες δεν είχε ακούσει η μαμά του Ρεβιθούλη από τη μητέρα και τη γιαγιά της! Ιστορίες για γονείς που άφησαν τα παιδιά τους σε ένα σταυροδρόμι και που έπειτα κάποιοι καλόκαρδοι περαστικοί τα πήραν στα σπίτια τους και τα μεγάλωσαν βασιλικά.

***
«Μα πού είναι τα ξύλα;» ρώτησε ο Ρεβιθούλης τους γονείς του, όταν έφτασαν στο ξέφωτο και δεν είδε ούτε έναν κορμό πεσμένο.

«Μην ανησυχείς» του απάντησε η μητέρα του και του χαμογέλασε. «Εδώ παρά κάτω είναι».

«Εσύ μείνει να φυλάς τσίλιες και εμείς θα πάμε να τους φέρουμε» πρόσθεσε ο πατέρας του και ανέβηκε ευθύς σε ένα από τα δύο άλογα που τους είχαν μεταφέρει ως εκεί. Σε ένα άλογο ψηλό και γεροδεμένο. Τα άλογο αυτό, βλέπετε, δικαιούταν, όπως πίστευε εκείνος, να τρώει καλύτερα και από το αφεντικό του, γιατί, ώρες ώρες,  δούλευε πιο σκληρά και από αυτόν.

Η μητέρα ανέβηκε στο άλογο του Ρεβιθούλη. Σε ένα λευκό πουλαράκι που του το είχαν χαρίσει κοντά πριν έναν χρόνο, στα γενέθλιά του.

Μέχρι να το καταλάβει ο Ρεβιθούλης, οι γονείς του χάθηκαν στο δάσος κι εκείνος έμεινε να βλέπει τις ακτίνες του ήλιου να κρύβονται η μια μετά την άλλη και να απλώνεται παντού το σκοτάδι.

«Μαμά! Μπαμπά!» φώναζε ο Ρεβιθούλης, με μια φωνή που ταξίδευε ως τα πέρατα της γης. Απάντηση όμως, δυστυχώς, δεν έπαιρνε καμιά.

Τέτοια ώρα χθες βράδυ ήμουν στο σπιτάκι μου, συλλογίστηκε έπειτα, με τους γονείς μου, τα αδέρφια μου, τη ζεστασιά μου… το φαγητό μου. Ο νους του πήγε αμέσως σε εκείνα τα ψιχουλάκια που σκόρπιζε εδώ και εκεί.

«Αχ!» αναστέναξε ο Ρεβιθούλης. «Αχ, και να το ’ξερα. Θα μπορούσα να είχα πάρει μαζί μου λίγο ψωμί, να το σκορπίσω πίσω μου. Ίσως τότε και να μπορούσα να βρω ξανά τον δρόμο για το σπίτι μου».

Από την αρχή κατάλαβε ο Ρεβιθούλης τον λόγο που τον είχαν αφήσει οι γονείς τους εκεί. Δεν ήταν άλλωστε και λίγες οι φορές που τους είχε πιάσει να συζητούν κρυφά τα βράδια για τα οικονομικά τους. Τον Ρεβιθούλη, κυρίως, τον είχαν πάντα έννοια, και εκείνος το ήξερε καλά αυτό. Ωστόσο, δεν είχε πάρει την κατάσταση τόσο σοβαρά, όσο θα έπρεπε.

Μακάρι να μπορούσα να γυρίσω, συλλογίστηκε, και θα τους τα εξηγούσα όλα. Θα τους έλεγα για το φαγητό μου, για τα ζώα του δάσους,  για όλα… αρκεί να γυρνούσα.

Για καλή του τύχη, την ώρα εκείνη που είχε κουλουριαστεί στη ρίζα ενός δέντρου, πέρασε από εκεί ένα πουλί. Πέταξε πρώτα γύρω από το δέντρο και έπειτα προσγειώθηκε πλάι του. Πήγαινε πίσω μπρος με χοροπηδητά βήματα και κουνούσε την μακριά ουρά του δεξιά κι αριστερά.

«Θέλεις κάτι να μου πεις;» ρώτησε ο Ρεβιθούλης, και το πουλί κούνησε πάλι την ουρά του ζωηρά και χοροπήδησε. «Εντάξει λοιπόν» του είπε «με έπεισες». Και μη έχοντας κάτι άλλο να κάνει, σηκώθηκε και ακολούθησε το πουλί.

***
Περπάτησαν πολύ, και ο Ρεβιθούλης αλλά και εκείνο, ώσπου έπειτα από δυο μέρες και δυο νύχτες σχεδόν, έφτασαν έξω από το σπίτι του Ρεβιθούλη.

Κανείς δεν κοιμότανε εκείνο το βράδυ, παρόλο που θα έπρεπε να είχαν όλοι αποκοιμηθεί τέτοια ώρα. Τόσο οι γονείς του όσο και τα αδέρφια του κάθονταν γύρω από το τραπέζι αμίλητοι, με τα φαγητά τους ανέγγιχτα και τα μάτια τους δακρυσμένα.

Κάποια στιγμή ο Ρεβιθούλης αποφάσισε να χτυπήσει την πόρτα. Πρώτα χτύπησε αργά, για να μην τους τρομάξει: «τοκ τοκ». Μα σαν είδε πως κανείς δε σάλευε από τη θέση του, πως είχανε όλοι  βουλιάξει στις σκέψεις τους, χτύπησε πιο δυνατά: «ΤΟΚ ΤΟΚ!»

Σαν ελατήρια πετάχτηκαν και οι έξι. Τότε να δεις χάρες και γέλια, σαν να μην είχαν πια αντιμετωπίσουν την πείνα και τη φτώχια τους.

Η μητέρα του Ρεβιθούλη τον έσφιξε πρώτη στην αγκαλιά της και αμέσως μετά τον αγκάλιασαν και οι άλλοι.

Κάθισε μαζί τους ο Ρεβιθούλης και τους τα είπες όλα. Τους μίλησε για το ψωμί, τα ψίχουλα, τα γουργουρητά… για το δάσος, τις φωνές και το πουλί… για αυτό το πουλί που είχε πια χαθεί.

Σίγουρα δεν τους περίσσευε φαγητό, όμως, αφού κατάλαβαν πόσο σημαντική ήταν εκείνη η συνήθεια για τον Ρεβιθούλη, όπως όλοι μαζί στερούνταν λίγη τροφή για να ταΐσουν τα άλογα, όλοι πάλι μαζί συμφώνησαν να του δίνουν από μια μπουκιά ψωμί, για να ταΐζει τους πεινασμένους φίλους του.

Τα φώτα έσβησαν σιγά σιγά, το σκοτάδι απλώθηκε μέσα και έξω από το σπίτι. Και όταν όλοι αποκοιμήθηκαν, ο Ρεβιθούλης, λιγότερο πια κρυφά και αθόρυβα, άνοιξε την πόρτα και έτριψε ξανά το ψωμάκι του. Μα πριν προλάβει αυτή τη φορά να κλείσει πίσω του την πόρτα, είδε να κατεβαίνουνε από τον ουρανό δεκάδες πουλιά, όμοια το πουλί που του είχε σώσει τη ζωή. Από όλα όμως εκείνα τα πουλιά, τα μικρά και τα μεγάλα, ξεχώρισε αμέσως ο Ρεβιθούλης τον φίλο του, από τα χοροπηδητά βήματά του και από την κουνιστή του ουρά, που πήγαινε, σαν τον  υαλοκαθαριστήρα των αυτοκινήτων, πότε δεξιά και πότε αριστερά.

Όλα πια πήρα τον δρόμο τους. Οι γονείς ησυχάσανε, η κοιλίτσα του Ρεβιθούλη έπαψε πια να διαμαρτύρεται τη νύχτα και τα πουλιά… αχ, αυτά τα πουλιά… δεν έλεγαν πια να ξεμυτήσουν από την αυλή του Ρεβιθούλη.