Το αόρατο άγγιγμα
* Φωτογραφία (Pixabay/guentherlig)
Δεν υπήρχε ούτε μία μέρα της ζωής μου που να μην ανοίξω τα μάτια μου
το πρωί και να μην τρέξω ως την αυλή να αντικρίσω το αγαπημένο μου νησί.
Εκείνο το νησί που βρισκόταν ακριβώς απέναντι από το σπίτι μου και ήταν
πνιγμένο στη βλάστηση. Κάθε φορά έμπαινα στο νερό, μα κάθε φορά
δείλιαζα να κολυμπήσω. Και έτσι συνέχιζα να το κοιτώ από μακριά και να
εύχομαι να αποκτήσω κάποτε μία σχεδία, για να μπορέσω να το επισκεφτώ.
Δεν ξέρω γιατί, αλλά ο τόπος αυτός κέντριζε την περιέργειά μου από τότε
που ήμουν παιδί. Λίγο οι ιστορίες που είχα ακούσει τα βράδια κάτω από τα
άστρα, λίγο η δική μου η φαντασία μου, είχα πλάσει έναν τόπο που όμοιός
του δεν υπήρχε στη γη.
Μια πέρα λοιπόν το αποφάσισα. Έδωσα όλες
τις οικονομίες μου και αγόρασα μία φουσκωτή βάρκα, να ζήσω επιτέλους τη
μεγαλύτερη περιπέτεια της ζωής μου. Ο ήλιος μόλις ανέτελλε, αλλά εγώ
ήμουν από ώρα έτοιμη για το μεγάλο ταξίδι. Φόρεσα το σωσίβιο μου, έσυρα
τη βάρκα ως το νερό και, σιγά σιγά, στριμώχτηκα μέσα της. Είχε λίγο κύμα
εκείνη τη μέρα, όμως τα σχέδιά μου δε έπαιρναν αναβολή.
Μέχρι να
το καταλάβω, έφτασα κιόλας ως τα μισά της διαδρομής. Λες και ένα αόρατο
χέρι με έσπρωχνε να συνεχίσω. Κάμποσα ακόμη χτυπήματα με τα κουπιά και,
σε λιγότερο από μία ώρα, έφτασα στην αντίπερα ακτή. Η άμμος ήταν
διαφορετική, οι κόκκοι της ήταν πιο ψιλοί και χρυσαφένιοι. Και η πλούσια
βλάστηση ήταν κι αυτή μαγευτική. Κοντά στην όχθη, τα δέντρα ήταν
πράσινα, ροζ, πορτοκαλί, όσο όμως προχωρούσα προς την καρδιά του νησιού,
τα δέντρα όλο και σκοτείνιαζαν, το ίδιο και τα φυτά. Η γη αποκτούσε ένα
σκούρο χρώμα και ο ουρανός κρυβόταν.
Τα ρουθούνια μου άγγιξε
ξαφνικά μία απόκοσμη μυρωδιά: ένα μείγμα λάσπης, μούχλας και σάπιων
φύλων. Σαν να μην έφτανε αυτό, ήρθε να προστεθεί και η βροχή, να κάνει
την οσμή αυτή ανυπόφορη. Δεν θα τα παρατούσα τόσο εύκολα, τόσα και τόσα
χρόνια ονειρευόμουν να βρεθώ εκεί. Παλιά βέβαια λαχταρούσα να σκαρφαλώσω
στα πανύψηλα δέντρα, να βουτήξω στα κρυστάλλινα νερά και να μαζέψω μια
αγκαλιά μενεξεδιά λουλούδια. Τώρα όμως δεν ήθελα το ίδιο πια…
Όταν
πήγαινα ακόμη στο σχολείο, ένα μεγαλύτερο παιδί μου είχε πει πως στο
νησί αυτό ζούσε ένας ηλικιωμένος άντρας που, στα νιάτα του, το έσκαγε
τις νύχτες από εκεί και επισκεπτόταν τη δική μας πλευρά. Πως όταν όλοι
κοιμόντουσαν, εκείνος έμπαινε κρυφά στα σπίτια και έκλεβε τα παιδιά.
Επειδή όμως όλα αυτά τα άκουγα πρώτη φορά και δεν είχαν φυσικά
επιβεβαιωθεί, δεν πίστεψα λέξη.
Συνέχισα να βαδίζω, να παραμερίζω
τα πεσμένα κλειδιά και να πηδώ πάνω από εκείνα που είχαν στοιβαχτεί στα
πόδια μου και μου έφραζαν τον δρόμο. Ώσπου έφτασα τελικά στο κέντρο του
νησιού, σε ένα σημείο που περικυκλωνόταν από αμέτρητα δέντρα και που δεν
μπορούσε να το πιάσει ανθρώπινο μάτι. Ούτε τον ουρανό μπορούσα πια να
δω ούτε τα πουλιά.
Ο τόπος αυτός δεν έδειχνε σημάδια ζωής. Μήτε
ζώα υπήρχαν μήτε άνθρωποι. Είχα χάσει την αίσθηση του χρόνου και το
ρολόι μου είχε σταματήσει να δουλεύει από τη στιγμή που είχα αποβιβαστεί
από τη βάρκα. Το μόνο που υπήρχε σε αυτό το μικρό κομμάτι άγονης γης
που βρισκόμουν ήταν μία τρύπα. Μια τρύπα στη γη που, όταν έσκυψα να
κοιτάξω μέσα της, δεν κατάφερα να δω τίποτε άλλο εκτός από το απέραντο
σκοτάδι. Ήθελα να μάθω που σταματούσε και από ποιον είχε φτιαχτεί, αλλά
δείλιαζα κιόλας. Και τότε, να σου πάλι το αόρατο εκείνο χέρι, να με ωθεί
να κάνω όλα αυτά που οι άλλοι με επέτρεπαν.
Άναψα τον φακό που είχα δέσει πρόχειρα στο καπέλο μου και στριμώχτηκα στο χωμάτινο τούνελ που οδηγούσε στα έγκατα της
γης. Συνέχισα να κυλιέμαι στο σκοτάδι, μέχρι τη στιγμή εκείνη που
πρωτοσκέφτηκα ότι, αν υποχωρούσε το χώμα, θα θαβόμουν ζωντανή. Μα ποιος
να το πίστευε αυτό που είδα τότε! Σε ποιον άραγε να το διηγούμουν όταν
θα επέστρεφα και δε θα με περνούσε για τρελή! Σε μια υπόγεια σπηλιά,
τρία βήματα όλη και όλη από τη μία άκρη ως την άλλη, ζούσε ένας άντρας
σχεδόν αποστεωμένος, με μακριά και μπερδεμένα γένια και μαλλιά, που
έμοιαζαν με φωλιά.
Αυτός πρέπει να είναι, συλλογίστηκα και ο νους μου γύρισε στα παιδικά μου χρόνια. Μα αυτός εδώ δεν έδειχνε ούτε τόσο κακός ούτε τόσο πονηρός. Ίσως και να ήταν κάποτε, μα πάνε τόσα χρόνια, συνέχισα να σκέφτομαι. Ό,τι φριχτό κι αν είχε κάνει στη ζωή του, το είχε σίγουρα πληρώσει ακριβά.
«Πρέπει να έρθεις μαζί μου» του είπα, όμως εκείνος έδειχνε να μη με καταλαβαίνει. «Πρέπει να φύγεις από αυτό το νησί».
«Όχι» ψέλλισε.
«Γιατί;»
«Γιατί δεν ήρθε ακόμη η ώρα».
«Και πότε θα ’ρθει;»
«Αργεί ακόμη».
Τα μάτια του γυάλισαν.
«Είναι λοιπόν αλήθεια;» τον ρώτησα. Κατά βάθος, αρνούμουν να το πιστέψω.
Χαμήλωσε το βλέμμα.
«Πώς μπόρεσες, πώς;» του φώναξα και η φωνή μου νομίζω ότι αντήχησε ως την άλλη άκρη του νησιού.
«Τις νύχτες γίνομαι ένα τέρας» μου είπε και με κοίταξε στα μάτια.
Έκανα
ένα μικρό βήμα πίσω. Εκείνος έκανε ένα βήμα εμπρός, προς το μέρος μου.
Μπήκα στο τούνελ και άρχισα να σέρνομαι, όμως αυτός πάσχιζε να με
κρατήσει κοντά του.
«Άφησε με!» ούρλιαξα και τον κλώτσησα στο
πρόσωπο, όταν με άρπαξε από το πόδι και προσπάθησε να με σύρει στη
σπηλιά. Έμπηξα ακόμη πιο βαθιά τα νύχια μου στο χώμα και τράβηξα το σώμα
μου με όλη μου τη δύναμη. Σερνόμουν ξέπνοη στα χώματα και τις μυτερές
πέτρες, όμως και εκείνος πάλευε με την ίδια μανία.
Τελικά, τα
κατάφερα, βγήκα στον έξω κόσμο και άρχισα να τρέχω. Περιπλανήθηκα ώρα
στο δάσος με τον φόβο να πεταχτεί μπροστά μου και να μου στερήσει και
εμένα τη ζωή. Είχε αρχίσει να ξημερώνει. Δειλά δειλά είχα αρχίσει να
βλέπω ξανά τον ουρανό, τον ήλιο και τα πουλιά. Μα και το σπίτι μου, το
σπιτάκι μου, που με περίμενε να επιστρέψω… Μετά από πολύ προσπάθεια,
βρήκα και το σημείο με τα ποικιλόχρωμα δέντρα, όπου είχα δέσει τη βάρκα
μου.
Κάπου εδώ πρέπει να ήταν, συλλογίστηκα και, σαν δεν κατάφερνα να τη βρω, έριξα μερικές ακόμη ματιές τριγύρω. Εδώ! Ακριβώς εδώ ήταν, είμαι σίγουρη γι’ αυτό! Την είχα πράγματι δέσει τη βάρκα γύρω από έναν παχύ κορμό που έστεκε αγέρωχος μπροστά μου.
Ο
άντρας εκείνος με το σκοτεινό παρελθόν δε με είχε ακολουθήσει. Δεν
άκουσα στιγμή το βήμα του ούτε είδα τη σκιά του. Ωστόσο, εμφανίστηκε
μπροστά μου από το πουθενά. Με κοιτούσε λυπημένος, φανερά μετανιωμένος
για όσα είχαν συμβεί. Ερχόταν προς το μέρος μου με βήμα αργό και βλέμμα
πονεμένο, σέρνοντας πίσω του τη βάρκα μου. Για μια στιγμή ξεγελάστηκα,
πίστεψα ότι το είχε μετανιώσει και θα με άφηνε να γυρίσω στην κανονική
μου ζωή, αλλά εκείνος άρχισε να με κυνηγά ξανά. Δεν είχα άλλη επιλογή
από το να βουτήξω στη θάλασσα. Τι και αν δεν ήξερα να κολυμπώ, η ψυχή
και το σώμα αρνούνταν να του παραδοθούν. Και τότε, να σου ξανά, τρίτη
φορά και τελευταία, το ίδιο εκείνο αέρινο άγγιγμα να με κρατά στην
επιφάνεια της θάλασσας, ενώ ένα ανάλαφρο αεράκι έφερε στα αυτιά μου μια
γλυκιά παιδική φωνή: «Στο σκοτάδι ή στο φως, τα τέρατα παραμένουν
τέρατα» μου είπε. «Γι’ αυτό κολυμπά, μη σταματάς! Και όταν φτάσεις στην
άλλη όχθη, μην ξεχάσεις να διηγηθείς εσύ τώρα σε όλους όσα έζησες σε
αυτό το νησί».
«Γιατί εμένα;» θέλησα να ρωτήσω. «Γιατί επέλεξες
εμένα;» Μα ήμουν ολομόναχη και ολομόναχη έπρεπε να παλέψω για όσα δεν
πάλεψε άλλος κανείς.
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου