Η ιστορία της μικρής Άννυ

Τρίτη 30 Ιανουαρίου 2018



* Φωτογραφία (Pixabay/Anemone123)
 
Η Άννυ εξαφανίστηκε στις 30 Ιανουαρίου του 1984, την ημέρα των γενεθλίων της, στα οχτώ της μόλις χρόνια. Ήταν μια μέρα σαν τη σημερινή, με το ίδιο τσουχτερό κρύο και την ίδια κίνηση στους δρόμους. Όλοι οι συμμαθητές μας είχαν συγκεντρωθεί από νωρίς το απόγευμα στο σπίτι της, εκτός από εμένα. Χόρευαν και τραγουδούσαν, έπαιζαν και γελούσαν. Και εγώ, που είχε κολλήσει το πρόσωπό μου στο θολωμένο τζάμι του παραθύρου μου, το μόνο που ευχόμουν ήταν να γινόταν να εξαφανιστεί η Άννυ για πάντα από τη ζωή μου.

Με την Άννυ δεν είχαμε ποτέ καλές σχέσεις. «Άσπρο» έλεγε η μία, «μαύρο» η άλλη. Ακόμη και εμφανισιακά διαφέραμε. Εκείνη θύμιζε καλοκαίρι, εγώ χειμώνα. Τα μαλλιά της είχαν το χρώμα του ηλιοτρόπιου και τα μάτια της το χρώμα του ουρανού. Τα δικά μου τα μαλλιά και μάτια είχαν το χρώμα του ώριμου κάστανου.

Μέχρι εκείνη τη μέρα δεν είχα ποτέ φανταστεί ότι θα μπορούσε μια ευχή μου να τη βλάψει. Αν μπορούσα να γυρίσω πίσω τον χρόνο, δε θα την ξαναέκανα σίγουρα.

Οι καλεσμένοι είχαν πάψει πλέον να έρχονται. Όσοι ήταν να την επισκεφτούν το είχαν ήδη κάνει. Μέσα στο απόλυτο σκοτάδι που είχε από ώρα απλωθεί, μέσα στην ερημιά, πρόβαλε η σκιά ενός γεροδεμένου άντρα. Πλησίασε στο παράθυρο και κρυφοκοίταξε μέσα. Με δυο δρασκελιές στάθηκε στην πόρτα και, αφού έριξε μια ματιά ολόγυρα,  τη χτύπησε με την άκρη των δακτύλων του.

Μπορεί να τη μισούσα την Άννυ, πριν ένα μόλις λεπτό να είχα ευχηθεί να της συμβούν τα χειρότερα, όμως τώρα είχα για τα καλά αρχίσει να ανησυχώ για εκείνη.

Κάνε, Θεέ μου, να μην ανοίξει την πόρτα, ευχήθηκα.

Η Άννυ ήταν τόσο ξέγνοιαστη, τόσο ανέμελη… τόσο ευτυχισμένη εκείνο το βράδυ! Πέρασε πλάι από το παράθυρο και, με βήμα χοροπηδητό, έφτασε στην πόρτα. Την άνοιξε με το γνωστό πλατύ της χαμόγελο, που ακόμη θυμάμαι και που θα συνεχίσω  θυμάμαι όσο ζω.

Σε αντίθεση με την πρώτη μου ευχή, η δεύτερή μου δυστυχώς δεν εισακούστηκε.
Ο άντρας εκείνος άρπαξε την Άννυ και της έφραξε το στόμα με το γάντι του. Διέσχισε με ταχύ βήμα τον κήπο, δίχως να τον αντιληφτεί κανείς. Μοναχά εγώ τον παρατηρούσα να την παραπετά στο λευκό φορτηγάκι του μισολιπόθυμη, ανήμπορη να αντιδράσω.

Κατέβηκα παραπατώντας τα σκαλιά του σπιτιού μου και έφτασα στο σπίτι της ξέπνοη. Χτύπησα την πόρτα της με αναφιλητά, βγάζοντας άναρθρες κραυγές. Οι άνθρωποι ξεχύθηκαν στους δρόμους μεμιάς. Αμέτρητες βδομάδες φώναζαν το όνομά της τριγύρω. Μέχρι σήμερα, νομίζω, αντηχεί η φωνή εκείνης της άμοιρης μάνας στο δάσος.

Οι έρευνες της αστυνομίες δεν απέδωσαν, βέβαια, καρπούς. Ήταν λες και είχε ανοίξει η γη και τον είχε καταπιεί εκείνον τον άντρα. Μαζί με αυτό και την Άννυ…

Στο σπίτι της Άννυ απλώθηκε νεκρική σιγή έκτοτε. Η μουσική σταμάτησε να παίζει για πάντα. Τα πρόσωπα των γονιών της παραμένουν κερωμένα ως σήμερα. Και εγώ κάθε σούρουπο στέκομαι στο θολωμένο μου ακόμη τζάμι, να την περιμένω με λαχτάρα να φανεί και να της ζητήσω γονυπετής συγγνώμη.

Share This Post

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου