Η χορδή
* Φωτογραφία (Pixabay/Gerd Altmann)
Όλα τα Χριστούγεννα της ζωής μου τα πέρασα πλάι στο τζάκι. Ποτέ δεν
ήμουν μόνη και ποτέ δεν ήμουν θλιμμένη. Άλλοτε χάιδευαν τις χορδές μου
χέρια αντρικά, άλλοτε γυναικεία, άλλοτε γουργούριζα στην αγκαλιά των
παιδιών, όσο αυτά μου σιγοτραγουδούσαν γλυκιές, Χριστουγεννιάτικες
μελωδίες. Μα αυτό που μου άρεσε εμένα περισσότερο από όλα ήταν να
ξαπλώνω στο χνουδωτό χαλάκι που μοιραζόμουν με την καλύτερη φίλη μου,
μια μικροσκοπική σκυλίτσα, ενώ εκείνη άγγιζε απαλά τις χορδές μου με το
μικρό, κατάλευκο ποδαράκι της.
Τα περασμένα Χριστούγεννα, όμως,
δεν έμοιαζαν με τα υπόλοιπα. Τη θέση μου πήρε μια άλλη κιθάρα, πιο νέα
και πιο όμορφη, κι εγώ παραπετάχτηκα σε μια γωνιά της σοφίτας. Μπορεί να
ήταν σκοτεινά εκεί πάνω και να έκανε κρύο, είχα όμως μια πολύ όμορφη
θέα και αυτό μου έφτανε. Έβλεπα από κει τα δέντρα με τα κρυστάλλινα
στολίδια τους και τα στάσιμα νερά του ποταμού. Και έβλεπα επίσης και
έναν πλατύ, παγωμένο επαρχιακό δρόμο, στον οποίο άνθρωποι και αυτοκίνητα
έκαναν άθελά τους πατινάζ, κι έτσι εγώ γελούσα.
Ήταν, θυμάμαι,
παραμονή Χριστουγέννων, και η χαριτωμένη φιλενάδα μου είχε βγει στην
αυλή να μου φέρει μια μπάλα χιόνι, γιατί ποτέ μου δεν είχα δει χιόνι από
κοντά. Στην προσπάθειά της όμως να χαροποιήσει εμένα, ένα ανεξέλεγκτο
φορτηγό, που είχε πριν λίγη ώρα ξεφύγει από τον δρόμο και έκανε σβούρες,
την παρέσυρε και την τραυμάτισε σοβαρά. Βρήκα τον τρόπο και πιάστηκα
από ένα μπαούλο. Στάθηκα όρθια και έφτασα σιγά σιγά ως τις σκάλες. Μα
άλλο δεν κατάφερα τελικά από το να κυλίσω από αυτές και να βρεθώ και εγώ
με τη μία από τις έξι μου χορδές σπασμένη. Υπέφερα από τον πόνο, αλλά ο
νους μου γυρνούσε μόνο γύρω από τη γενναία φίλη μου.
Έκανα μέρες
να τη δω. Νέα της δεν υπήρχε τρόπος να μάθω. Ήλπιζα ωστόσο πως, ως την
Πρωτοχρονιά, θα επέστρεφε κοντά μου και πως, με το ποδαράκι της πάλι, θα
μου έπαιζε διάφορα τραγούδια.
Πόσο αργά και βασανιστικά κυλούσαν
οι μέρες χωρίς εκείνη. Και πόσο πιο πολύ υπέφερα κοιτώντας την
ξεχαρβαλωμένη μου χορδή, επειδή μου θύμιζε το πληγωμένο ποδαράκι της. Μα
όλες αυτές οι άσχημες σκέψεις και τα άσχημα συναισθήματα εξαφανίστηκαν
τελικά.
Το ζωηρό γάβγισμά της και το ανάλαφρο πάτημά της στις
σκάλες, σήμανε την επιστροφή της. Έμενα ασάλευτη μέχρι να φανεί. Μέχρι
και η χορδή μου, που τόσες μέρες χόρευε ξέφρενα πότε από εδώ πότε από
εκεί, κοκάλωσε και αυτή. Με κοίταξε περίεργα. Ήμουν σίγουρη πως λυπόταν
για εμένα, όσο είχα λυπηθεί και εγώ για κείνη. Μα τι μπορούσε να κάνει
για να με βοηθήσει;
Προσπάθησε να στερεώσει έστω και πρόχειρα τη
χορδή μου, για να μπορέσουμε να παίξουμε τη νύχτα το «Πάει ο παλιός ο
χρόνος» και να διασκεδάσουμε οι δυο μας στη σοφίτα. Μα όταν κατάλαβα πως
ήταν πραγματικά αδύνατο να τα καταφέρει, της έγνευσα να την γραπώσει με
τα δόντια της.
Εκείνη τραβούσε προς τη μία πλευρά και εγώ προς
την αντίθετη, ώσπου δεν άντεξε η χορδή και βγήκε. Τι να την κάναμε έτσι
που ήταν χαλασμένη, άλλωστε; Αφού μπορούσαμε να διασκεδάσουμε και χωρίς
αυτή. Αφού είχαμε τη φιλία μας και άλλες πέντε γερές χορδές, που έφταναν
και περίσσευαν για να παίζουμε όλη τη χρονιά του κόσμου τα τραγούδια.
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου