Σας ευχαριστώ πολύ!

Πέμπτη 24 Μαΐου 2018

Σας ευχαριστώ όλους μέσα από την καρδιά μου που με τιμήσατε στην παρουσίαση του τρίτου μου βιβλίου. Σας ευχαριστώ πολύ για την υποστήριξη, τον χρόνο που μου διαθέσατε, τις όμορφες ευχές σας και τα πλατιά χαμόγελα. Δίχως εσάς η εκδήλωση αυτή δεν είχε αυτήν την τόσο όμορφη κατάληξη. 
 
 

Θα ήθελα όμως να ευχαριστήσω επίσης θερμά:
Τον Αντιπεριφερειάρχη Τουρισμού, Πολιτισμού και δια βίου Μάθησης κο Μπουτίνα Ιωάννη και τον Αντιδήμαρχο Περιφέρειας κο Βουρλίτση Δημήτριο για την υποστήριξη.

Τις ομιλήτριες Φροσυνάκη Μαρία (Δικηγόρος), Ζαρκάδα Παλμύρα (Εκπαιδευτικός), Απόδιακου Κατερίνα (Πνευμονολόγος), Ψύρρα Γεωργία (Πολιτισμολόγος) για τον όμορφο τρόπο με τον οποίο προσέγγισαν το βιβλίο μου.

Την Ξένια Παπαγεωργίου για τον πρόλογο και την όμορφη ανάγνωση των αποσπασμάτων.

Τους χορηγούς Αρτοζαχαροπλαστεία «Τσουμπέκος Γεώργιος», Μάρκετ «Βασίλης Πώχος», Κάβα ποτών «Φίλιππος Πώχος», Τυροκομικά προϊόντα «Μετέωρα» (Ι. & Α. Καλτσούδας), Μακιγιάζ – Άρωμα «Rose» Ζάμπρα Έφη για τα ποτά, τα εδέσματα και το μακιγιάζ.

Τα τοπικά μέσα μαζικής ενημέρωσης για την κάλυψη της εκδήλωσης, το βιβλιοπωλείο «Ατραπός», μα και την οικογένειά μου ˗τον σύζυγό μου και τις κόρες μου!

Να είστε όλοι καλά!

Με εκτίμηση,
Μαρία Καλύβα

Η χορδή

Πέμπτη 19 Απριλίου 2018

* Φωτογραφία (Pixabay/Gerd Altmann)

Όλα τα Χριστούγεννα της ζωής μου τα πέρασα πλάι στο τζάκι. Ποτέ δεν ήμουν μόνη και ποτέ δεν ήμουν θλιμμένη. Άλλοτε χάιδευαν τις χορδές μου χέρια αντρικά, άλλοτε γυναικεία, άλλοτε γουργούριζα στην αγκαλιά των παιδιών, όσο αυτά μου σιγοτραγουδούσαν γλυκιές, Χριστουγεννιάτικες μελωδίες. Μα αυτό που μου άρεσε εμένα περισσότερο από όλα ήταν να ξαπλώνω στο χνουδωτό χαλάκι που μοιραζόμουν με την καλύτερη φίλη μου, μια μικροσκοπική σκυλίτσα, ενώ εκείνη άγγιζε απαλά τις χορδές μου με το μικρό, κατάλευκο ποδαράκι της.

Τα περασμένα Χριστούγεννα, όμως, δεν έμοιαζαν με τα υπόλοιπα. Τη θέση μου πήρε μια άλλη κιθάρα, πιο νέα και πιο όμορφη, κι εγώ παραπετάχτηκα σε μια γωνιά της σοφίτας. Μπορεί να ήταν σκοτεινά εκεί πάνω και να έκανε κρύο, είχα όμως μια πολύ όμορφη θέα και αυτό μου έφτανε. Έβλεπα από κει τα δέντρα με τα κρυστάλλινα στολίδια τους και τα στάσιμα νερά του ποταμού. Και έβλεπα επίσης και έναν πλατύ, παγωμένο επαρχιακό δρόμο, στον οποίο άνθρωποι και αυτοκίνητα έκαναν άθελά τους πατινάζ, κι έτσι εγώ γελούσα.

Ήταν, θυμάμαι, παραμονή Χριστουγέννων, και η χαριτωμένη φιλενάδα μου είχε βγει στην αυλή να μου φέρει μια μπάλα χιόνι, γιατί ποτέ μου δεν είχα δει χιόνι από κοντά. Στην προσπάθειά της όμως να χαροποιήσει εμένα, ένα ανεξέλεγκτο φορτηγό, που είχε πριν λίγη ώρα ξεφύγει από τον δρόμο και έκανε σβούρες, την παρέσυρε και την τραυμάτισε σοβαρά. Βρήκα τον τρόπο και πιάστηκα από ένα μπαούλο. Στάθηκα όρθια και έφτασα σιγά σιγά ως τις σκάλες. Μα άλλο δεν κατάφερα τελικά από το να κυλίσω από αυτές και να βρεθώ και εγώ με τη μία από τις έξι μου χορδές σπασμένη. Υπέφερα από τον πόνο, αλλά ο νους μου γυρνούσε μόνο γύρω από τη γενναία φίλη μου.

Έκανα μέρες να τη δω. Νέα της δεν υπήρχε τρόπος να μάθω. Ήλπιζα ωστόσο πως, ως την Πρωτοχρονιά, θα επέστρεφε κοντά μου και πως, με το ποδαράκι της πάλι, θα μου έπαιζε διάφορα τραγούδια.

Πόσο αργά και βασανιστικά κυλούσαν οι μέρες χωρίς εκείνη. Και πόσο πιο πολύ υπέφερα κοιτώντας την ξεχαρβαλωμένη μου χορδή, επειδή μου θύμιζε το πληγωμένο ποδαράκι της. Μα όλες αυτές οι άσχημες σκέψεις και τα άσχημα συναισθήματα εξαφανίστηκαν τελικά.

Το ζωηρό γάβγισμά της και το ανάλαφρο πάτημά της στις σκάλες, σήμανε την επιστροφή της. Έμενα ασάλευτη μέχρι να φανεί. Μέχρι και η χορδή μου, που τόσες μέρες χόρευε ξέφρενα πότε από εδώ πότε από εκεί, κοκάλωσε και αυτή. Με κοίταξε περίεργα. Ήμουν σίγουρη πως λυπόταν για εμένα, όσο είχα λυπηθεί και εγώ για κείνη. Μα τι μπορούσε να κάνει για να με βοηθήσει;

Προσπάθησε να στερεώσει έστω και πρόχειρα τη χορδή μου, για να μπορέσουμε να παίξουμε τη νύχτα το «Πάει ο παλιός ο χρόνος» και να διασκεδάσουμε οι δυο μας στη σοφίτα. Μα όταν κατάλαβα πως ήταν πραγματικά αδύνατο να τα καταφέρει, της έγνευσα να την γραπώσει με τα δόντια της.

Εκείνη τραβούσε προς τη μία πλευρά και εγώ προς την αντίθετη, ώσπου δεν άντεξε η χορδή και βγήκε. Τι να την κάναμε έτσι που ήταν χαλασμένη, άλλωστε; Αφού μπορούσαμε να διασκεδάσουμε και χωρίς αυτή. Αφού είχαμε τη φιλία μας και άλλες πέντε γερές χορδές, που έφταναν και περίσσευαν για να παίζουμε όλη τη χρονιά του κόσμου τα τραγούδια.

Γνωρίστε τη συγγραφέα Μαρία Καλύβα & το μυθιστόρημά της με τίτλο «Το μεγαλείο της ψυχής».

Η Μαρία Καλύβα γεννήθηκε στα Τρίκαλα Θεσσαλίας, όπου και ζει μέχρι σήμερα με την οικογένειά της: τον σύζυγό της και τις κόρες της. Είναι απόφοιτος της σχολής Βιομηχανικής Πληροφορικής Καβάλας. Εργάστηκε ως εκπαιδευτικός, ως προγραμματίστρια ηλεκτρονικών υπολογιστών και ως υπεύθυνη μηχανογράφησης. Τα τελευταία χρόνια ασχολείται αποκλειστικά και μόνο με τη συγγραφή. 

Ποιο ήταν το πρώτο βιβλίο που γράψατε;
Το πρώτο βιβλίο που έγραψα ήταν ο «Στόχος ζωής, η ζωή», ένα κοινωνικό μυθιστόρημα που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Σμίλη. Ακολούθησε ένα παραμύθι με τίτλο «Ένα ξεχωριστό πλάσμα» και αρκετά διηγήματα.

Το προηγούμενο καλοκαίρι λάβατε μέρος σε έναν λογοτεχνικό διαγωνισμό που διοργάνωσε το εργαστήρι δημιουργικής γραφής TabulaRasa, πείτε μας δυο λόγια για αυτό.
Τον περασμένο Ιούνιο έλαβα πράγματι μέρος στον συγκεκριμένο λογοτεχνικό διαγωνισμό, μαζί με άλλους 270 συμμετέχοντες. Το κείμενό μου διακρίθηκε και έτσι κέρδισα μία ετήσια υποτροφία σπουδών σε τμήμα λογοτεχνικής γραφής. Τον επόμενο μάλιστα μήνα θα πάρω και το πτυχίο μου.

Ποιος είναι ο τίτλος του νέου σας μυθιστορήματος και από ποιες εκδόσεις κυκλοφορεί;
Ο τίτλος του νέου μου βιβλίου είναι «Το μεγαλείο της ψυχής», και πρόκειται για ένα κοινωνικό μυθιστόρημα. Κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Γράφημα.



Πείτε μας λίγα λόγια για το «Το μεγαλείο της ψυχής».
Το κοινωνικό αυτό μυθιστόρημα πραγματεύεται δύο επίκαιρα ζητήματα, αυτό της έκτρωσης και της υιοθεσίας, τα οποία προσεγγίζονται πολύπλευρα. Υπάρχουν μάλιστα διάφορες απόψεις, από ειδικούς, αλλά και απλούς, καθημερινούς ανθρώπους, βάση των οποίων ο αναγνώστης θα δώσει στο τέλος τις δικές του απαντήσεις και θα καταλήξει στα δικά του συμπεράσματα.

Θα μπορούσε άραγε η χαρά η οποία συνοδεύει τη μητρότητα και η γλυκιά προσμονή της να αλλάξουν κάποτε πρόσωπο; Να γίνει η ευτυχία θλίψη μεμιάς και η ασβέστη ελπίδα αβάσταχτος πόνος; Θα μπορούσαν πάλι μετά τα συναισθήματα αυτά να πάρουν ξανά τη γνώριμη όψη τους και να επανέλθει στη ζωή μιας γυναίκας η γαλήνη και η ψυχική ισορροπία;  Αυτά και αλλά πολλά ερωτήματα έρχονται να απαντήσουν οι δύο ηρωίδες του βιβλίου μου.

Το συγκεκριμένο βιβλίο είναι προϊόν μυθοπλασίας ή μήπως υπάρχουν πραγματικά πρόσωπα και περιστατικά από τα οποία εμπνευστήκατε;
Οι ανθρώπινες ιστορίες ανέκαθεν με ενέπνεαν, το συγκεκριμένο βιβλίο ωστόσο, όπως και το προηγούμενο μυθιστόρημά μου, είναι ένα μείγμα αυτών. Πρόκειται δηλαδή για μία φανταστική ιστορία, εμπνευσμένη από πολλές αληθινές.

Υπήρξε κάποιο κίνητρο για να γράψετε το νέο σας μυθιστόρημα;
Το κάθε νέο μου βιβλίο καλύπτει πρώτα τις δικές μου εσωτερικές ανάγκες, αυτό είναι το μόνο κίνητρό μου. Γράφω πάντοτε το βιβλίο εκείνο το οποίο θα ήθελα να διαβάσω τη συγκεκριμένη χρονική στιγμή.

Πότε και πού θα γίνει η πρώτη παρουσίαση του νέου σας βιβλίου;
Η πρώτη παρουσίαση του βιβλίου μου θα γίνει την Κυριακή 29 Απριλίου στο 3ο Φεστιβάλ Παιδικού και Εφηβικού Βιβλίου, στο οποίο θα συμμετάσχω και φέτος.

Σε ποιες ηλικίες απευθύνεται το βιβλίο σας;
Το βιβλίο αυτό εντάσσεται στη κατηγορία των crossover βιβλίων, τα οποία αφορούν τους εφήβους, αλλά και τους ενήλικες, και είναι γραμμένο έτσι ώστε να κρατά αμείωτο το ενδιαφέρον και των δυο.

Ο αναγνώστης εισπράττει κάποιο μήνυμα όταν φτάσει στον επίλογο;
Το μυθιστόρημα αυτό περνά πολλά μηνύματα στον αναγνώστη, από την αρχή ως το τέλος του. Όλα αυτά είναι προϊόντα μακροχρόνιας έρευνας και ατέλειωτων συζητήσεων. Ανάλογα με ποια από τις δύο πρωταγωνίστριες ταυτιστεί ο αναγνώστης, τα μηνύματα που θα λάβει θα είναι τελείως διαφορετικά σε ορισμένα σημεία, αλλά όμοια σχεδόν σε κάποια άλλα.

Πόσο μπορεί να ταυτιστεί ο συγγραφέας με την προσωπικότητα κάποιου από τους πρωταγωνιστές του;
Ο συγγραφέας ταυτίζεται απόλυτα με τους ήρωες των βιβλίων του. Δε θα μπορούσε άλλωστε να γραφτεί έναν καλό βιβλίο, εάν δε συνέβαινε αυτό. Κατά τη διάρκεια της συγγραφής, ο συγγραφέας γίνεται ηθοποιός, στιχουργός και άλλα τόσα.

Από πού προέρχονται οι χαρακτήρες σας; Αντλείτε έμπνευση από τους ανθρώπους του περιβάλλοντός σας;
Φυσικά. Αντλώ έμπνευση από τον κάθε έναν άνθρωπο. Από φίλους, συγγενείς, περαστικούς. Ο κάθε άνθρωπος, ακόμη και με το βλέμμα του, μπορεί σου διηγηθεί αμέτρητες ιστορίες. Εμείς οι συγγραφείς καλούμαστε απλώς να αποκωδικοποιήσουμε αυτά τα βλέμμα και να γράψουμε διδακτικές, μα και ψυχαγωγικές ιστορίες.

Αγαπήσατε κάποιον από τους ήρωες σας περισσότερο από κάποιους άλλους;
Ο κάθε ήρωας των βιβλίων μου κατέχει τη δική του, ξεχωριστή θέση στην καρδιά μου. Πέρασα μαζί τους πολύ όμορφες στιγμές, που δε ξεχάσω ποτέ. Για αυτό και δε θα μπορούσα να αγαπήσω κάποιον από αυτούς περισσότερο ή λιγότερο από κάποιον άλλο.

Η μοίρα ή οι επιλογές καθορίζουν τους ήρωές σας;
Κυρίως οι επιλογές. Ο κάθε ήρωάς μου χαράσσει τη δική του διαδρομή, παίρνει τις δικές του αποφάσεις και γεύεται τα αποτελέσματα των δικών του πράξεων, οποία κι αν είναι αυτά.

Εκτός από τη συγγραφή, με τι άλλο ασχολείστε;
Από μικρή λάτρευα τη ζωγραφική. Το τελευταίο μάλιστα διάστημα ασχολούμαι επαγγελματικά με την παιδική εικονογράφηση. Στον ελάχιστο ελεύθερο χρόνο μου, αρθρογραφώ επίσης σε μια αγγλική ειδησεογραφική ιστοσελίδα και στο προσωπικό μου ιστολόγιο, έναν διαδικτυακό τόπο ο οποίος έχει γίνει στέκι πολλών συγγραφέων.

Τι ακριβώς θα βρει κανείς στο συγκεκριμένο ιστολόγιο;
Στο www.makeupastory.comσυντονίζω μία ομάδα ταλαντούχων ανθρώπων, ώστε να έρθουν κι αυτοί ένα βήμα πιο κοντά στο συγγραφικό τους όνειρο. Πρόκειται για μία πρόκληση 52 εβδομάδων. Από την πρώτη ημέρα του χρόνου και κάθε εβδομάδα, γράφουμε όλοι από ένα διήγημα, βασισμένο σε ένα κοινό θέμα και βάση συγκεκριμένων οδηγιών.

Πως είναι η καθημερινότητα ενός συγγραφέα;
Ένας συγγραφέας διαβάζει και γράφει καθημερνά. Δεν υπάρχουν αργίες ούτε διακοπές. Πρώτα από  όλα γιατί η πνευματική τροφή καλύπτει για αυτόν μία από τις σημαντικότερες ανάγκες του και έπειτα επειδή είναι ο μόνος δρόμος για να πετύχει σε αυτό που τόσο αγαπά.

Πού μπορούμε να βρούμε το βιβλίο σας;
Το βιβλίο μου διατίθεται από όλα τα βιβλιοπωλεία της χώρας και από αρκετά ηλεκτρονικά βιβλιοπωλεία.

Για περισσότερες πληροφορίες μπορείτε να επισκεφτείτε τα ιστολόγια της συγγραφέως και τη σελίδα της στο Facebook:
 
www.mariakalyva.blogspot.gr
www.facebook.com/kalyva.ma
www.makeupastory.com


Πηγή: 
http://www.trikalaidees.gr/%CE%B3%CE%BD%CF%89%CF%81%CE%AF%CF%83%CF%84%CE%B5-%CF%84%CE%B7%CE%BD-%CF%83%CF%85%CE%B3%CE%B3%CF%81%CE%B1%CF%86%CE%AD%CE%B1-%CE%BC%CE%B1%CF%81%CE%AF%CE%B1-%CE%BA%CE%B1%CE%BB%CF%8D%CE%B2%CE%B1-%CF%84/

Το μεγαλείο της ψυχής (ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑ)

Τετάρτη 18 Απριλίου 2018

Τίτλος: To μεγαλείο της ψυχής
Συγγραφέας: Μαρία Καλύβα
Σειρά: Νεοελληνική πεζογραφία - Μυθιστόρημα
ISBN: 978-618-5271-32-9
Έκδοση: Απρίλιος 2018
ΣΕΛ: 284 (21.0 x 14.0 εκ.)

Λίγα λόγια για το βιβλίο...

“Είδα πολλά φεγγάρια μόνη, μα σαν εκείνο που αντίκρισα όταν ήρθε να με βρει κανένα. Το είχα αναζητήσει πάμπολλες φορές στο παρελθόν, που δεν το είχα ψάξει, μα ποτέ… ποτέ… μέχρι τότε δεν το είχα βρει, γιατί απλώς δεν υπήρχε ομορφότερο ολόγιομο φεγγάρι από αυτό που είδαμε μαζί.”

Θα μπορούσε άραγε η χαρά η οποία συνοδεύει τη μητρότητα και η γλυκιά προσμονή της να αλλάξουν κάποτε πρόσωπο; Να γίνει η ευτυχία θλίψη μεμιάς και η άσβεστη ελπίδα αβάσταχτος πόνος; Θα μπορούσαν πάλι μετά τα συναισθήματα αυτά να πάρουν ξανά τη γνώριμη όψη τους και να επανέλθει στη ζωή μιας γυναίκας η γαλήνη και η ψυχική ισορροπία;

Δύο διαφορετικές ιστορίες πλέκουν περίτεχνα ένα επίκαιρο κοινωνικό μυθιστόρημα που θυμίζει έντονα προσωπικό ημερολόγιο, αφού οι ίδιες οι ηρωίδες, με τη δική τους τη φωνή, εξιστορούν τα γεγονότα. Ενώ όμως οι ιστορίες τους, όπως και οι δρόμοι που επέλεξαν αρχικά να ακολουθήσουν, δείχνουν να εξελίσσονται παράλληλα, κάποια στιγμή τέμνονται τελικά, και τότε η μία εισβάλλει στη ζωή της άλλης και την αλλάζει ριζικά.

Το προδιαγεγραμμένο μέλλον της Ειρήνης

Δευτέρα 9 Απριλίου 2018

* Φωτογραφία (Pixabay/Hunny Taneja)

Ο χειμώνας έφυγε και ήρθε η άνοιξη. Άλλον έναν Μάρτη, πιστή στο ραντεβού της η οικογένεια των γανωτών. Πλάι στον φουσκωμένο από τις βροχές ποταμό της λήθης, ήρθε να ακουμπήσει τα βάσανά της και τα καλογυαλισμένα μαγειρικά σκεύη που μας επιδεικνύει χρόνια τώρα. Έστησε πάλι ένα πρόχειρο κατάλυμα επάνω στις λάσπες και τα νωπά αγριόχορτα. 

Το νάιλον σηκώθηκε. Η μικρή με τις μακριές κοτσίδες, η Ειρήνη, πρόβαλε. Φορούσε τα ίδια ρούχα με πέρυσι και πρόπερσι, μόνο που φέτος έδειχναν επάνω της πιο μικρά από κάθε άλλη φορά. Το πρόσωπό της, το ίδιο λερωμένο, τα πόδια της, το ίδιο γυμνά. Ήπιε ένα ποτήρι γάλα από ένα τσίγκινο σκεύος και ύστερα έπιασε δουλειά. Ακούμπησε στα γόνατά της και άρχισε να τρίβει με μανία τα κουζινικά και, πού και πού, να ρίχνει από καμιά κλεφτή ματιά στους περαστικούς.

Με αναγνώρισε. Μου χαμογέλασε μόλις με είδε. Κάθε χρόνο με χαιρετά και την χαιρετώ, κάθε χρόνο από τότε που ήταν μωρό. Θέλω να κάνω κάτι για εκείνη, μα, αυτά που εγώ μπορώ να της προσφέρω, δεν είναι ικανά να αλλάξουν ριζικά τη ζωή της.

Βιβλία! σκέφτηκα μια μέρα καθώς περνούσα πλάι της. Βιβλία θα της χαρίσω! Για μπορεί να κλείνει τα μάτια το βράδυ και να ταξιδεύει σε κόσμους λιγότερο σκληρούς από τον δικό της.

Χωρίς να το πολυσκεφτώ, γέμισα μία μεγάλη σακούλα με βιβλία και της τα έδωσα.

Η μικρή τα έκλεισε στην αγκαλιά της και άρχισε να τα μυρίζει.

«Μυρίζουν όμορφα» μου είπε κι εγώ της χαμογέλασα.

«Είναι για εσένα».

«Όλα;» με ρώτησε.

«Όλα».

Τα μάτια της άνοιξαν διάπλατα, τα μάγουλά της απέκτησαν ένα ρόδινο χρώμα, κι ας τα σκέπαζε ακόμη η λάσπη.

«Και αν λερωθούν;» μου είπε και σκούπισε ασυναίσθητα τα χέρια της στα ακόμη πιο λερωμένα ρούχα της.

«Για αυτό είναι τα βιβλία» αποκρίθηκα «για να διαβάζονται ξανά και ξανά και να λερώνονται».

Η όψη της σκοτείνιασε, σαν να στάθηκε επάνω της ένα μαύρο σύννεφο.

«Μόνο που…»

«Μόνο που, τι, Ειρήνη;» τη ρώτησα.

«Δεν ξέρω να διαβάζω».

Με σόκαρε η απάντησή της, κι ας μου είχε περάσει αυτή η σκέψη από τον νου.

«Δεν πειράζει όμως» συμπλήρωσε «μη λυπάσαι. Μπορώ να χαζεύω τις εικόνες».

«Θέλεις να σου μάθω να διαβάζεις;» της πρότεινα κι έσφιξα τα χέρια της στα δικά μου. Μα εκείνη τα τράβηξε αμέσως και κοίταξε τον πατέρα της, ο οποίος είχε καρφώσει τα μάτια του επάνω μας.

«Πρέπει να φύγω» μου είπε και, αφού άφησε τα βιβλία που της χάρισα στη σκηνή, έπιασε πάλι δουλειά.

Την άνοιξη διαδέχτηκε το καλοκαίρι, ο χειμώνας και το φθινόπωρο. Και ήρθε ο επόμενος Μάρτης.

Μαζί με εκείνον, ήρθε και η Ειρήνη με τους γονείς της. 

Την κοίταξα, με κοίταξε, της χαμογέλασα, όμως εκείνη έστρεψε αλλού το βλέμμα.

«Είσαι καλά;» τη ρώτησα σιγανά, πηγαίνοντας δειλά δειλά προς το μέρος της.

«Πρέπει να φύγω» μου είπε και γύρισε αμέσως, αυτή τη φορά, στη δουλειά της.

Τα μαλλιά, τα ρούχα και το δέρμα της ήταν πιο λασπωμένα από ποτέ άλλοτε. Τα χέρια της πιο τραχιά. Όσο για την παιδική της αγνότητα και το αθώο χαμόγελό της, είχαν σχεδόν εξαφανιστεί. 

Ήταν δεν ήταν δώδεκα χρονών η Ειρήνη τότε και είχε ήδη παντρευτεί. Σε λίγους μήνες μάλιστα, θα έφερνε στον κόσμο το πρώτο της παιδί.

«Θέλεις να σου φέρω μερικά βιβλία» τη ρώτησα χωρίς να με ακούσει κανείς.

Σιωπή απλώθηκε.

«Θέλεις;» την ξαναρώτησα.

«Μόνο ένα» μου είπε ψιθυριστά. «Ένα μικρό. Το πιο μικρό που έχεις… Άφησέ το μου το βράδυ εδώ» μου είπε και έδειξε έναν λάκκο.

Όταν ήρθε η νύχτα, άφησα το βιβλίο στο σημείο που μου υπέδειξε και έφυγα πριν με δει κάποιος. Αφού δεν ήξερε να διαβάζει η Ειρήνη και αφού δεν μπορούσα να της γράψω δυο λέξεις, της έκανα μια ζωγραφιά στην τελευταία σελίδα: Ζωγράφισα μια ανθισμένη αμυγδαλιά, έναν λάκκο και ένα βιβλίο. Μετά έναν γλάρο, δυο μπότες και ένα χιονισμένο βουνό. Και μετά ξανά μια άλλη ανθισμένη αμυγδαλιά, έναν άλλον λάκκο και ένα άλλο βιβλίο. Κάθε χρόνο, τέτοιον καιρό, θα την περίμενε πάντα ένα βιβλίο στην κρυψώνα μας την Ειρήνη. Από τότε όμως, έχει ανθίσει πέντε φορές η αμυγδαλιά μας, έχουν μείνει πέντε παρατεταμένα βιβλία σε κείνον τον λάκκο. Και ενώ η οικογένεια της μας επισκέπτεται κάθε χρόνο, αυτή δεν έχει ξαναεμφανιστεί.

Για ένα κομμάτι πίτα

Σάββατο 7 Απριλίου 2018

 
 * Φωτογραφία (Pixabay/StockSnap)

Η Σοφία δεν μπορούσε να του δώσει το τελευταίο κομμάτι της πίτας. Είχε περάσει τόσα για να το αποκτήσει, που θα θυσίαζε ακόμη και την ελευθερία της προκειμένου να φάνε κάτι τα παιδιά της. Δεν μπορούσε να γυρίσει και πάλι στο σπίτι με άδεια τα χέρια. Δεν μπορούσε να ακούσει τα αναφιλητά τους. Πόσες ακόμη νύχτες να τα αποκοίμιζε με ένα σωρό ψέματα για ένα καλύτερο αύριο;

Τίποτα από όλα αυτά δε θα είχε βέβαια συμβεί εάν δεν είχε εγκαταλείψει τον άντρα της πριν τρία χρόνια, λίγους μόλις μήνες μετά τη γέννηση του μικρότερου από τα πέντε της παιδιά. Τίποτα από όλα αυτά δε θα είχε συμβεί αν υπέμενε σιωπηλά τη οργή που ξεσπούσε επάνω της όταν επέστρεφε στο σπίτι μεθυσμένος. Μπορεί να υπέφερε κάθε φορά που θα άπλωνε το χέρι του επάνω της, τα παιδιά της όμως δε θα πεινούσαν. Δεν τα κατάφερε όμως, φοβήθηκε ότι θα έπαιρναν και εκείνα κάποτε σειρά εάν δεν έφευγε μακριά του, για αυτό και το έσκασε.

«Δείξε μου τα χέρια σου, σε παρακαλώ» της είπε ο αστυνομικός που έφτασε πρώτος στον φούρνο που είχε τρυπώσει πιο πριν η Σοφία.

Τα πόδια της άρχισαν να τρέμουν από την πρώτη κιόλας στιγμή που άκουσε τον συναγερμό, το ίδιο και τα χέρια της. Μα αν δεν κατάφερνε να πάρει αυτό για το οποίο είχε έρθει, δε θα έφευγε.

«Δείξε μου τα χέρια σου» είπε ξανά εκείνος την ώρα που η Σοφία ξεσφηνώθηκε από το παράθυρο της τουαλέτας και σωριάστηκε στην άσφαλτο.

«Τα χέρια σου, τώρα!» της φώναξε και τη σημάδεψε με το όπλο του.

Η Σοφία δεν έβγαλε λέξη, παρά μόνο έφερε δειλά δειλά τα χέρια της μπροστά.

«Τι είναι αυτό;» ρώτησε απορημένος.

«Πίτα» είπε η Σοφία. «Ένα κομμάτι πίτα» συμπλήρωσε αμέσως μετά, με σιγανή φωνή.

Όταν είχε αποφασίσει να ληστέψει αυτό τον συνοικιακό φούρνο, δεν είχε φανταστεί πως, από όλες αυτές τις λαχταριστές μυρωδιές που έκαναν τα παιδιά της να κολλούν τα προσωπάκια τους στο τζάμι όταν περνούσαν απέξω, δεν είχε περισσέψει τίποτε άλλο εκτός από ένα κομμάτι σπανακόπιτα. Αν όλα πήγαιναν ωστόσο καλά, τέτοια ώρα θα τα ξυπνούσε με χαρά να φάνε από μία μπουκιά. Μπορεί να μην κατάφερνε να χορτάσει τις κοιλίτσες τους, θα χόρταινε όμως τη ζήλεια τους, έστω και προσωρινά.

«Πέτα τα κάτω» της είπε ξανά ο αστυνομικός και η Σοφία δάκρυσε. Πώς να πετούσε κάτω το μονάκριβο κομμάτι της. Αυτό το κομμάτι που την έκανε να ποδοπατήσει την αξιοπρέπεια της και που θα έκανε τα παιδιά της χαρούμενα.

Ούτε εκείνος ούτε οι συνάδερφοι του, ούτε και ο κόσμος που είχε συγκεντρωθεί για να χαζέψει το θέαμα την πίστεψαν. Ποιος θα ρίσκαρε τη ζωή του για ένα κομμάτι φαΐ; Η Σοφία όμως το έκανε. Έβγαλε ένα μαντήλι από την τσέπη της, τύλιξε την πίτα και την άφησε πλάι στα πόδια της.

«Κλότσα την πια!» της φώναξε.

Μα πώς να την κλοτσούσε, δεν το βαστούσε η καρδιά της.

«Πέσε κάτω και βάλε τα χέρια σου στην πλάτη» της είπε μετά.

Η Σοφία υπάκουσε στις εντολές του αστυνομικού. Η μυρωδιά της πίτας της έσπαγε τη μύτη, μα δε θα δοκίμαζε ψίχουλο, αν κατάφερνε να τους ξεφύγει. Στο νου της ήρθαν τότε οι εικόνες εκείνες που ο άντρας της δεν είχε ακόμη εθιστεί στο αλκοόλ. Που το σπίτι της πλημύριζε από αγάπη και ευτυχία. Που έφτιαχνε δεκάδες τέτοιες πίτες κάθε μήνα. Αυτά βέβαια συνέβησαν πολύ παλιά. Τόσο παλιά, που τα μικρότερα παιδία της δεν είχαν προλάβει να το ζήσουν, ενώ τα μεγαλύτερα δεν μπορούσαν καν το θυμηθούν.

Αν δεν το έσκαγε, θα την έβαζαν στη φυλακή. Αυτή η πίτα είχε σφηνωθεί στα μυαλουδάκι των παιδιών της μήνες τώρα και αυτή τους το είχε υποσχεθεί πως το επόμενο πρωί θα τη γευόταν. Έβαλε δύναμη στα χέρια της και σηκώθηκε. Άρπαξε την πίτα και το έβαλε στα πόδια. Ο κόσμος παρακολουθούσε το συμβάν με κομμένη την ανάσα.

«Σταματά!» της φώναξε ξανά ο αστυνομικός. Αυτή ήταν η τελευταία λέξη που της είπε.

Ακολούθησαν τρεις απανωτοί πυροβολισμοί. Τρεις σφαίρες που έκαναν τη Σοφία να ξαπλώσει στη γη. Ο ίδιος εκείνος αστυνομικός που είχε τραβήξει τη σκανδάλη, πήγε πρώτος κοντά της και έψαξε τις τσέπες της. Αφού δεν βρήκε ούτε ένα ευρώ, έλεγξε τον σφυγμό της. Μα ήταν αργά, πολύ αργά για να της ζητήσει συγνώμη, για να της αγοράσει εκείνος τώρα ένα ταψί σπανακόπιτα να την προσφέρει στα παιδιά της.

Πέρασαν αμέτρητα βράδια που τα παιδιά εκείνα συνέχισαν να κοιμούνται με αναφιλητά και γουργουρητά. Έπειτα πήγαν σε πέντε διαφορετικά ιδρύματα και, από εκεί, κατέληξαν σε πέντε διαφορετικές οικογένειες. Κανείς δεν ήξερε να τους πει πόσο σπουδαία γυναίκα ήταν η μητέρα τους. Τα πέντε αυτά αδέρφια δεν συναντήθηκαν ποτέ ξανά στη ζωή τους, δεν έμαθε ποτέ ο ένας τι απέγινε ο άλλος. Το μόνο που τα συνέδεσε πια ήταν η μεγάλη τους αγάπη για το φαγητό, και ιδίως για τη σπανακόπιτα.

Μια ακόμα μάχη

Παρασκευή 30 Μαρτίου 2018

* Φωτογραφία (Pixabay/Pete Linforth )


Η Μυρτώ έφτασε ξέπνοη στο τηλέφωνο. Με την Άννα, τη δίδυμη της αδελφή, επικοινωνούσαν πάντα με έναν τρόπο μαγικό, όσο μακριά κι αν βρισκόταν η μία από την άλλη. Μπορούσε πάντα να αναγνωρίσει τα χαρούμενα κουδουνίσματα του τηλεφώνου, όταν την καλούσε για να της μεταφέρει κάποια χαρμόσυνη είδηση. Μπορούσε όμως να αναγνωρίσει και το μελαγχολικό χτύπημα που την προϊδέαζε για τα άσχημα μαντάτα που θα άκουγε.

Αυτό το κουδούνισμα που έφτανε τώρα στα αφτιά της το ήξερε καλά. Μπορεί να μην το άκουγε συχνά, μα μπορούσε να φανταστεί τι θα ακολουθούσε.

«Άννα!» φώναξε η Μυρτώ, προτού ακούσει τη φωνή της αδερφής της. «Είσαι καλά;»

«Δεν μπορώ να ανασάνω, Μυρτώ» της απάντησε εκείνη με αναφιλητά. Θαρρείς πως ήταν η πρώτη  φορά που της συνέβαινε αυτό και πως δεν ήξερε ακόμη τον τρόπο να το διαχειριστεί.

«Όχι πάλι!» σχολίασε η Μυρτώ.

«Αδερφούλα μου, δε θέλω να πεθάνω!» της είπε η Άννα και ξέσπασε σε ακόμη πιο σπαρακτικά  κλάματα.

Ήταν το τελευταίο νέο που ήθελε να ακούσει η Μυρτώ. Η αδερφή της είχε παλέψει αρκετές φορές στο παρελθόν με τις κρίσεις πανικού και τις είχε νικήσει. Δεν άντεχε να τη δει ξανά να υποφέρει.

«Που είσαι, να ’ρθω;» τη ρώτησε ενώ πέρναγε την τσάντα της στον ώμο. Αλλά η Άννα ήταν λες και δεν την άκουγε.

«Φοβάμαι πολύ» μόνο αυτό της έλεγε.

Η Μυρτώ άνοιξε την πόρτα και πετάχτηκε στον δρόμο.

«Μπορείς να νικήσεις, μην τα παρατάς» συνέχιζε να της μιλά και να τρέχει.

«Δεν είναι σαν τις άλλες φορές» αποκρίθηκε η Άννα και σώπασε.

«Σ’ έχω δει να τα βάζεις μαζί τους, Άννα» της είπε κάπως πιο απότομα αυτή τη φορά. Ήταν ο μόνος τρόπος για να τη συνεφέρει. Την είχε άλλωστε δοκιμάσει ξανά αυτή την τακτική και είχε πετύχει.
Πόσο πολύ φοβόταν η Άννα ότι δε θα ξανάκουγε την αδερφή της. Ο κόμπος που της έφραζε τον λαιμό και της προκαλούσε πνιγμό την ανάγκαζε να ανασαίνει γρήγορα και κοφτά. Σύντομα μούδιασαν τα άκρα της, και το στήθος της ήταν σαν να είχε πιάσει φωτιά. Πολλές φορές είχε νιώσει πώς είναι να περιμένεις το τέλος σου, πάντοτε ωστόσο ήταν σαν να το ζούσε πρώτη φορά.

«Είσαι δυνατή, Άννα» ακούστηκε η Μυρτώ από την άλλη άκρη του ακουστικό που είχα πια πέσει στο πάτωμα, μα εκείνη δεν την άκουγε πλέον. Είχε μόλις ανοίξει με μια γροθιά το ξύλινο παράθυρο του σπιτιού της και ήταν έτοιμη να ξεχυθεί στους δρόμους να ζητήσει βοήθεια. Την κατάλληλη όμως στιγμή εμφανίστηκε μπροστά της η Μυρτώ. Της κράτησε το χέρι, την κοίταξε βαθιά στα μάτια και της είπε: «Είσαι δυνατή, πίστεψέ το πια!»

Το αόρατο άγγιγμα

Σάββατο 17 Μαρτίου 2018

 
 * Φωτογραφία (Pixabay/guentherlig)

Δεν υπήρχε ούτε μία μέρα της ζωής μου που να μην ανοίξω τα μάτια μου το πρωί και να μην τρέξω ως την αυλή να αντικρίσω το αγαπημένο μου νησί. Εκείνο το νησί που βρισκόταν ακριβώς απέναντι από το σπίτι μου και ήταν πνιγμένο στη βλάστηση. Κάθε φορά έμπαινα στο νερό, μα κάθε φορά δείλιαζα να κολυμπήσω. Και έτσι συνέχιζα να το κοιτώ από μακριά και να εύχομαι να αποκτήσω κάποτε μία σχεδία, για να μπορέσω να το επισκεφτώ. Δεν ξέρω γιατί, αλλά ο τόπος αυτός κέντριζε την περιέργειά μου από τότε που ήμουν παιδί. Λίγο οι ιστορίες που είχα ακούσει τα βράδια κάτω από τα άστρα, λίγο η δική μου η φαντασία μου, είχα πλάσει έναν τόπο που όμοιός του δεν υπήρχε στη γη.
Μια πέρα λοιπόν το αποφάσισα. Έδωσα όλες τις οικονομίες μου και αγόρασα μία φουσκωτή βάρκα, να ζήσω επιτέλους τη μεγαλύτερη περιπέτεια της ζωής μου. Ο ήλιος μόλις ανέτελλε, αλλά εγώ ήμουν από ώρα έτοιμη για το μεγάλο ταξίδι. Φόρεσα το σωσίβιο μου, έσυρα τη βάρκα ως το νερό και, σιγά σιγά, στριμώχτηκα μέσα της. Είχε λίγο κύμα εκείνη τη μέρα, όμως τα σχέδιά μου δε έπαιρναν αναβολή.

Μέχρι να το καταλάβω, έφτασα κιόλας ως τα μισά της διαδρομής. Λες και ένα αόρατο χέρι με έσπρωχνε να συνεχίσω. Κάμποσα ακόμη χτυπήματα με τα κουπιά και, σε λιγότερο από μία ώρα, έφτασα στην αντίπερα ακτή. Η άμμος ήταν διαφορετική, οι κόκκοι της ήταν πιο ψιλοί και χρυσαφένιοι. Και η πλούσια βλάστηση ήταν κι αυτή μαγευτική. Κοντά στην όχθη, τα δέντρα ήταν πράσινα, ροζ, πορτοκαλί, όσο όμως προχωρούσα προς την καρδιά του νησιού, τα δέντρα όλο και σκοτείνιαζαν, το ίδιο και τα φυτά. Η γη αποκτούσε ένα σκούρο χρώμα και ο ουρανός κρυβόταν.

Τα ρουθούνια μου άγγιξε ξαφνικά μία απόκοσμη μυρωδιά: ένα μείγμα λάσπης, μούχλας και σάπιων φύλων. Σαν να μην έφτανε αυτό, ήρθε να προστεθεί και η βροχή, να κάνει την οσμή αυτή ανυπόφορη. Δεν θα τα παρατούσα τόσο εύκολα, τόσα και τόσα χρόνια ονειρευόμουν να βρεθώ εκεί. Παλιά βέβαια λαχταρούσα να σκαρφαλώσω στα πανύψηλα δέντρα, να βουτήξω στα κρυστάλλινα νερά και να μαζέψω μια αγκαλιά μενεξεδιά λουλούδια. Τώρα όμως δεν ήθελα το ίδιο πια…

Όταν πήγαινα ακόμη στο σχολείο, ένα μεγαλύτερο παιδί μου είχε πει πως στο νησί αυτό ζούσε ένας ηλικιωμένος άντρας που, στα νιάτα του, το έσκαγε τις νύχτες από εκεί και επισκεπτόταν τη δική μας πλευρά. Πως όταν όλοι κοιμόντουσαν, εκείνος έμπαινε κρυφά στα σπίτια και έκλεβε τα παιδιά. Επειδή όμως όλα αυτά τα άκουγα πρώτη φορά και δεν είχαν φυσικά επιβεβαιωθεί, δεν πίστεψα λέξη.
Συνέχισα να βαδίζω, να παραμερίζω τα πεσμένα κλειδιά και να πηδώ πάνω από εκείνα που είχαν στοιβαχτεί στα πόδια μου και μου έφραζαν τον δρόμο. Ώσπου έφτασα τελικά στο κέντρο του νησιού, σε ένα σημείο που περικυκλωνόταν από αμέτρητα δέντρα και που δεν μπορούσε να το πιάσει ανθρώπινο μάτι. Ούτε τον ουρανό μπορούσα πια να δω ούτε τα πουλιά.

Ο τόπος αυτός δεν έδειχνε σημάδια ζωής. Μήτε ζώα υπήρχαν μήτε άνθρωποι. Είχα χάσει την αίσθηση του χρόνου και το ρολόι μου είχε σταματήσει να δουλεύει από τη στιγμή που είχα αποβιβαστεί από τη βάρκα. Το μόνο που υπήρχε σε αυτό το μικρό κομμάτι άγονης γης που βρισκόμουν ήταν μία τρύπα. Μια τρύπα στη γη που, όταν έσκυψα να κοιτάξω μέσα της, δεν κατάφερα να δω τίποτε άλλο εκτός από το απέραντο σκοτάδι. Ήθελα να μάθω που σταματούσε και από ποιον είχε φτιαχτεί, αλλά δείλιαζα κιόλας. Και τότε, να σου πάλι το αόρατο εκείνο χέρι, να με ωθεί να κάνω όλα αυτά που οι άλλοι με επέτρεπαν.

Άναψα τον φακό που είχα δέσει πρόχειρα στο καπέλο μου και στριμώχτηκα στο χωμάτινο τούνελ που οδηγούσε στα έγκατα της γης. Συνέχισα να κυλιέμαι στο σκοτάδι, μέχρι τη στιγμή εκείνη που πρωτοσκέφτηκα ότι, αν υποχωρούσε το χώμα, θα θαβόμουν ζωντανή. Μα ποιος να το πίστευε αυτό που είδα τότε! Σε ποιον άραγε να το διηγούμουν όταν θα επέστρεφα και δε θα με περνούσε για τρελή! Σε μια υπόγεια σπηλιά, τρία βήματα όλη και όλη από τη μία άκρη ως την άλλη, ζούσε ένας άντρας σχεδόν αποστεωμένος, με μακριά και μπερδεμένα γένια και μαλλιά, που έμοιαζαν με φωλιά.
Αυτός πρέπει να είναι, συλλογίστηκα και ο νους μου γύρισε στα παιδικά μου χρόνια. Μα αυτός εδώ δεν έδειχνε ούτε τόσο κακός ούτε τόσο πονηρός. Ίσως και να ήταν κάποτε, μα πάνε τόσα χρόνια, συνέχισα να σκέφτομαι. Ό,τι φριχτό κι αν είχε κάνει στη ζωή του, το είχε σίγουρα πληρώσει ακριβά.

«Πρέπει να έρθεις μαζί μου» του είπα, όμως εκείνος έδειχνε να μη με καταλαβαίνει. «Πρέπει να φύγεις από αυτό το νησί».
«Όχι» ψέλλισε.
«Γιατί;»
«Γιατί δεν ήρθε ακόμη η ώρα».
«Και πότε θα ’ρθει;»
«Αργεί ακόμη».
Τα μάτια του γυάλισαν.
«Είναι λοιπόν αλήθεια;» τον ρώτησα. Κατά βάθος, αρνούμουν να το πιστέψω.
Χαμήλωσε το βλέμμα.
«Πώς μπόρεσες, πώς;» του φώναξα και η φωνή μου νομίζω ότι αντήχησε ως την άλλη άκρη του νησιού.
«Τις νύχτες γίνομαι ένα τέρας» μου είπε και με κοίταξε στα μάτια.

Έκανα ένα μικρό βήμα πίσω. Εκείνος έκανε ένα βήμα εμπρός, προς το μέρος μου. Μπήκα στο τούνελ και άρχισα να σέρνομαι, όμως αυτός πάσχιζε να με κρατήσει κοντά του.
«Άφησε με!» ούρλιαξα και τον κλώτσησα στο πρόσωπο, όταν με άρπαξε από το πόδι και προσπάθησε να με σύρει στη σπηλιά. Έμπηξα ακόμη πιο βαθιά τα νύχια μου στο χώμα και τράβηξα το σώμα μου με όλη μου τη δύναμη. Σερνόμουν ξέπνοη στα χώματα και τις μυτερές πέτρες, όμως και εκείνος πάλευε με την ίδια μανία.

Τελικά, τα κατάφερα, βγήκα στον έξω κόσμο και άρχισα να τρέχω. Περιπλανήθηκα ώρα στο δάσος με τον φόβο να πεταχτεί μπροστά μου και να μου στερήσει και εμένα τη ζωή. Είχε αρχίσει να ξημερώνει. Δειλά δειλά είχα αρχίσει να βλέπω ξανά τον ουρανό, τον ήλιο και τα πουλιά. Μα και το σπίτι μου, το σπιτάκι μου, που με περίμενε να επιστρέψω… Μετά από πολύ προσπάθεια, βρήκα και το σημείο με τα ποικιλόχρωμα δέντρα, όπου είχα δέσει τη βάρκα μου.

Κάπου εδώ πρέπει να ήταν, συλλογίστηκα και, σαν δεν κατάφερνα να τη βρω, έριξα μερικές ακόμη ματιές τριγύρω. Εδώ! Ακριβώς εδώ ήταν, είμαι σίγουρη γι’ αυτό! Την είχα πράγματι δέσει τη βάρκα γύρω από έναν παχύ κορμό που έστεκε αγέρωχος μπροστά μου.

Ο άντρας εκείνος με το σκοτεινό παρελθόν δε με είχε ακολουθήσει. Δεν άκουσα στιγμή το βήμα του ούτε είδα τη σκιά του. Ωστόσο, εμφανίστηκε μπροστά μου από το πουθενά. Με κοιτούσε λυπημένος, φανερά μετανιωμένος για όσα είχαν συμβεί. Ερχόταν προς το μέρος μου με βήμα αργό και βλέμμα πονεμένο, σέρνοντας πίσω του τη βάρκα μου. Για μια στιγμή ξεγελάστηκα, πίστεψα ότι το είχε μετανιώσει και θα με άφηνε να γυρίσω στην κανονική μου ζωή, αλλά εκείνος άρχισε να με κυνηγά ξανά. Δεν είχα άλλη επιλογή από το να βουτήξω στη θάλασσα. Τι και αν δεν ήξερα να κολυμπώ, η ψυχή και το σώμα αρνούνταν να του παραδοθούν. Και τότε, να σου ξανά, τρίτη φορά και τελευταία, το ίδιο εκείνο αέρινο άγγιγμα να με κρατά στην επιφάνεια της θάλασσας, ενώ ένα ανάλαφρο αεράκι έφερε στα αυτιά μου μια γλυκιά παιδική φωνή: «Στο σκοτάδι ή στο φως, τα τέρατα παραμένουν τέρατα» μου είπε. «Γι’ αυτό κολυμπά, μη σταματάς! Και όταν φτάσεις στην άλλη όχθη, μην ξεχάσεις να διηγηθείς εσύ τώρα σε όλους όσα έζησες σε αυτό το νησί».

«Γιατί εμένα;» θέλησα να ρωτήσω. «Γιατί επέλεξες εμένα;» Μα ήμουν ολομόναχη και ολομόναχη έπρεπε να παλέψω για όσα δεν πάλεψε άλλος κανείς.

Ο Ρεβιθούλης

Πέμπτη 8 Μαρτίου 2018

* Φωτογραφία (Pixabay/Prawny)

Μια φορά κι έναν καιρό, σε ένα δάσος μιας χώρας μακρινής, ζούσε μια οικογένεια με πέντε παιδιά. Ο μεγαλύτερος γιος της οικογένειας λεγόταν Ρεβιθούλης, και ήταν ένα παιδί μικροκαμωμένο. Για την ακρίβεια, ο Ρεβιθούλης ήταν ο πιο κοντός κι ο πιο αδύνατος από όλα τα αδέρφια του. Τα καλοκαίρια ζωήρευε κάπως. Τα ζουλιγμένα μαγουλάκια του στρογγύλευαν και έπαιρνα το χρώμα της ώριμης ντομάτας. Τον χειμώνα όμως, που η τροφή γινόταν δυσεύρετη για τα ζώα του δάσους, εκείνος δεν μπορούσε να κοιμηθεί εάν δε μοιραζόταν το φαγητό του μαζί τους.

Όταν όλοι λοιπόν έτρωγαν το βραδινό τους, εκείνος έκρυβε κάτω από το τραπέζι μια φέτα ψωμί. Και όταν όλοι πάλι αποκοιμιούνταν, εκείνος άνοιγε κρυφά την εξώπορτα, θρυμμάτιζε το ψωμάκι του και ύστερα έμπαινε αμέσως μέσα. Ποτέ δεν ήξερε με ποια ζώα μοιραζόταν το φαΐ του, ούτε τον ένοιαζε. Το μόνο που τον ενδιέφερε ήταν πως, μέσα σε λίγα λεπτά, τα ψίχουλα εξαφανίζονταν πάντοτε από την αυλή του.

Αυτό δε συνέβαινε μια, δυο, τρεις… πέντε νύχτες το πολύ. Αυτό συνέβαινε κάθε βράδυ, όλους σχεδόν τους χειμώνες της ζωής του Ρεβιθούλη. Και έτσι, βλέποντας οι γονείς του το παιδί τους να μην παίρνει ούτε ένα γραμμάριο κάθε χρόνο, παραδέχτηκαν με τα πολλά ότι ήταν ανήμποροι να τον μεγαλώσουν σωστά. Δεν ήταν πως δεν τον αγαπούσαν, κάθε άλλο μάλιστα, αλλά, να, ένα παιδί δεν μπορεί να τραφεί μόνο με την αγάπη.

Μια και δυο, πήραν τη μεγάλη απόφαση:

«Αύριο το πρωί, μόλις φέξει η μέρα, θα πάρουμε τον Ρεβιθούλη και θα τον πάμε στη άλλη άκρη του δάσους» είπε ο πατέρας του. Και η μητέρα του, σαν κατάλαβε αυτά που σκόπευε εκείνος να κάνει, έβαλε τα κλάματα.

«Δεν μπορώ να το κάνω» του απάντησε «φοβάμαι πολύ για εκείνον». Και έκανε να φύγει μακριά. Όμως αυτός τη σταμάτησε, μπήκε μπροστά της και της έκλεισε τον δρόμο.

«Μα δεν το βλέπεις, γυναίκα, πως το παιδί μας λιώνει μέρα με τη μέρα;» της είπε. Δεν γνώριζε, βλέπετε, το παραμικρό από όλα εκείνα που έκανε ο Ρεβιθούλης τις νύχτες.

«Το βλέπω» αποκρίθηκε αυτή «όμως και πάλι δεν μπορώ να τον εγκαταλείψω».

«Και αν η μοίρα του είναι καλύτερη μακριά μας; Αν τον βρει κάποιος πλούσιος περαστικός και του προσφέρει όλα αυτά που εμείς δεν μπορούμε;» ρώτησε πάλι ο πατέρας του Ρεβιθούλη.

Πες πες, κατάφερε τελικά να την πείσει την γυναίκα του, και έτσι, το επόμενο πρωί, είπε στον γιο του:

«Ρεβιθούλη, παιδί μου, ο χειμώνας είναι βαρύς και τα ξύλα μας σχεδόν τελείωσαν. Στη άλλη άκρη του δάσους, υπάρχουν πολλά ριγμένα δέντρα, που κανείς δεν τα χρειάζεται όσο εμείς. Θα μας βοηθήσεις να τα φέρουμε στο σπίτι;»

«Φυσικά, πατέρα» απάντησε εκείνος και κίνησε με χαρά να φορέσει ζεστά ρούχα και δυο ζευγάρια κάλτσες, για να μην κρυώσουν τα πόδια του.

Περπάτησαν ώρα πολύ και οι τρεις, ώσπου κάποια στιγμή έφτασαν σε ένα σημείο που δυο δρόμοι συναντιούνταν και δημιουργούσαν μαζί έναν σταυρό.

Πόσες και πόσες ιστορίες δεν είχε ακούσει η μαμά του Ρεβιθούλη από τη μητέρα και τη γιαγιά της! Ιστορίες για γονείς που άφησαν τα παιδιά τους σε ένα σταυροδρόμι και που έπειτα κάποιοι καλόκαρδοι περαστικοί τα πήραν στα σπίτια τους και τα μεγάλωσαν βασιλικά.

***
«Μα πού είναι τα ξύλα;» ρώτησε ο Ρεβιθούλης τους γονείς του, όταν έφτασαν στο ξέφωτο και δεν είδε ούτε έναν κορμό πεσμένο.

«Μην ανησυχείς» του απάντησε η μητέρα του και του χαμογέλασε. «Εδώ παρά κάτω είναι».

«Εσύ μείνει να φυλάς τσίλιες και εμείς θα πάμε να τους φέρουμε» πρόσθεσε ο πατέρας του και ανέβηκε ευθύς σε ένα από τα δύο άλογα που τους είχαν μεταφέρει ως εκεί. Σε ένα άλογο ψηλό και γεροδεμένο. Τα άλογο αυτό, βλέπετε, δικαιούταν, όπως πίστευε εκείνος, να τρώει καλύτερα και από το αφεντικό του, γιατί, ώρες ώρες,  δούλευε πιο σκληρά και από αυτόν.

Η μητέρα ανέβηκε στο άλογο του Ρεβιθούλη. Σε ένα λευκό πουλαράκι που του το είχαν χαρίσει κοντά πριν έναν χρόνο, στα γενέθλιά του.

Μέχρι να το καταλάβει ο Ρεβιθούλης, οι γονείς του χάθηκαν στο δάσος κι εκείνος έμεινε να βλέπει τις ακτίνες του ήλιου να κρύβονται η μια μετά την άλλη και να απλώνεται παντού το σκοτάδι.

«Μαμά! Μπαμπά!» φώναζε ο Ρεβιθούλης, με μια φωνή που ταξίδευε ως τα πέρατα της γης. Απάντηση όμως, δυστυχώς, δεν έπαιρνε καμιά.

Τέτοια ώρα χθες βράδυ ήμουν στο σπιτάκι μου, συλλογίστηκε έπειτα, με τους γονείς μου, τα αδέρφια μου, τη ζεστασιά μου… το φαγητό μου. Ο νους του πήγε αμέσως σε εκείνα τα ψιχουλάκια που σκόρπιζε εδώ και εκεί.

«Αχ!» αναστέναξε ο Ρεβιθούλης. «Αχ, και να το ’ξερα. Θα μπορούσα να είχα πάρει μαζί μου λίγο ψωμί, να το σκορπίσω πίσω μου. Ίσως τότε και να μπορούσα να βρω ξανά τον δρόμο για το σπίτι μου».

Από την αρχή κατάλαβε ο Ρεβιθούλης τον λόγο που τον είχαν αφήσει οι γονείς τους εκεί. Δεν ήταν άλλωστε και λίγες οι φορές που τους είχε πιάσει να συζητούν κρυφά τα βράδια για τα οικονομικά τους. Τον Ρεβιθούλη, κυρίως, τον είχαν πάντα έννοια, και εκείνος το ήξερε καλά αυτό. Ωστόσο, δεν είχε πάρει την κατάσταση τόσο σοβαρά, όσο θα έπρεπε.

Μακάρι να μπορούσα να γυρίσω, συλλογίστηκε, και θα τους τα εξηγούσα όλα. Θα τους έλεγα για το φαγητό μου, για τα ζώα του δάσους,  για όλα… αρκεί να γυρνούσα.

Για καλή του τύχη, την ώρα εκείνη που είχε κουλουριαστεί στη ρίζα ενός δέντρου, πέρασε από εκεί ένα πουλί. Πέταξε πρώτα γύρω από το δέντρο και έπειτα προσγειώθηκε πλάι του. Πήγαινε πίσω μπρος με χοροπηδητά βήματα και κουνούσε την μακριά ουρά του δεξιά κι αριστερά.

«Θέλεις κάτι να μου πεις;» ρώτησε ο Ρεβιθούλης, και το πουλί κούνησε πάλι την ουρά του ζωηρά και χοροπήδησε. «Εντάξει λοιπόν» του είπε «με έπεισες». Και μη έχοντας κάτι άλλο να κάνει, σηκώθηκε και ακολούθησε το πουλί.

***
Περπάτησαν πολύ, και ο Ρεβιθούλης αλλά και εκείνο, ώσπου έπειτα από δυο μέρες και δυο νύχτες σχεδόν, έφτασαν έξω από το σπίτι του Ρεβιθούλη.

Κανείς δεν κοιμότανε εκείνο το βράδυ, παρόλο που θα έπρεπε να είχαν όλοι αποκοιμηθεί τέτοια ώρα. Τόσο οι γονείς του όσο και τα αδέρφια του κάθονταν γύρω από το τραπέζι αμίλητοι, με τα φαγητά τους ανέγγιχτα και τα μάτια τους δακρυσμένα.

Κάποια στιγμή ο Ρεβιθούλης αποφάσισε να χτυπήσει την πόρτα. Πρώτα χτύπησε αργά, για να μην τους τρομάξει: «τοκ τοκ». Μα σαν είδε πως κανείς δε σάλευε από τη θέση του, πως είχανε όλοι  βουλιάξει στις σκέψεις τους, χτύπησε πιο δυνατά: «ΤΟΚ ΤΟΚ!»

Σαν ελατήρια πετάχτηκαν και οι έξι. Τότε να δεις χάρες και γέλια, σαν να μην είχαν πια αντιμετωπίσουν την πείνα και τη φτώχια τους.

Η μητέρα του Ρεβιθούλη τον έσφιξε πρώτη στην αγκαλιά της και αμέσως μετά τον αγκάλιασαν και οι άλλοι.

Κάθισε μαζί τους ο Ρεβιθούλης και τους τα είπες όλα. Τους μίλησε για το ψωμί, τα ψίχουλα, τα γουργουρητά… για το δάσος, τις φωνές και το πουλί… για αυτό το πουλί που είχε πια χαθεί.

Σίγουρα δεν τους περίσσευε φαγητό, όμως, αφού κατάλαβαν πόσο σημαντική ήταν εκείνη η συνήθεια για τον Ρεβιθούλη, όπως όλοι μαζί στερούνταν λίγη τροφή για να ταΐσουν τα άλογα, όλοι πάλι μαζί συμφώνησαν να του δίνουν από μια μπουκιά ψωμί, για να ταΐζει τους πεινασμένους φίλους του.

Τα φώτα έσβησαν σιγά σιγά, το σκοτάδι απλώθηκε μέσα και έξω από το σπίτι. Και όταν όλοι αποκοιμήθηκαν, ο Ρεβιθούλης, λιγότερο πια κρυφά και αθόρυβα, άνοιξε την πόρτα και έτριψε ξανά το ψωμάκι του. Μα πριν προλάβει αυτή τη φορά να κλείσει πίσω του την πόρτα, είδε να κατεβαίνουνε από τον ουρανό δεκάδες πουλιά, όμοια το πουλί που του είχε σώσει τη ζωή. Από όλα όμως εκείνα τα πουλιά, τα μικρά και τα μεγάλα, ξεχώρισε αμέσως ο Ρεβιθούλης τον φίλο του, από τα χοροπηδητά βήματά του και από την κουνιστή του ουρά, που πήγαινε, σαν τον  υαλοκαθαριστήρα των αυτοκινήτων, πότε δεξιά και πότε αριστερά.

Όλα πια πήρα τον δρόμο τους. Οι γονείς ησυχάσανε, η κοιλίτσα του Ρεβιθούλη έπαψε πια να διαμαρτύρεται τη νύχτα και τα πουλιά… αχ, αυτά τα πουλιά… δεν έλεγαν πια να ξεμυτήσουν από την αυλή του Ρεβιθούλη.

Παράταση ζωής

Πέμπτη 22 Φεβρουαρίου 2018

* Φωτογραφία (Pixabay/Holger Schué)

Ο κάθε άνθρωπος, πιστεύω, εύχεται κάποτε να είχε η μέρα του περισσότερες ώρες. Να είχε έστω εξήντα λεπτά ακόμη, ώστε να προλάβει να κάνει όσα δεν πρόλαβε. Το ίδιο ευχόμουν κι εγώ. Μόνο που, στη δική μου τη ζωή, αυτό συνέβη πολύ περισσότερες φορές και για αρκετά ανούσια πράγματα. Ώσπου ήρθε εκείνη η στιγμή, αυτή η αποφράδα ώρα, που αντιλήφθηκα πως όλα αυτά που με βάραιναν δεν ήταν μόνο όσα που δεν είχα προλάβει να κάνω, αλλά όσα δεν είχα κυρίως προλάβει να πω.

Βάδιζα αμέριμνος. Είχα μόλις σχολάσει από τη δουλεία μου και ετοιμαζόμουν να επιστρέψω στο σπίτι μου. Στα χέρια μου κρατούσα ένα ποτήρι αχνιστό καφέ, για να παραμείνω ακόμη λίγες ώρες ξύπνιος. Δεν είχα προγραμματίσει κάτι ιδιαίτερο να κάνω, κάθε Σαββατοκύριακο έκανα τα ίδια και ίδια. Όμως αυτά τα ίδια, εμένα μου άρεσαν –ή μάλλον μου αρκούσαν. Θα επέστρεφα στο σπίτι μου, θα έτρωγα κάτι πρόχειρο και, πριν καλά καλά αλλάξω ρούχα, θα έπεφτα στο κρεβάτι μου να συνομιλήσω με τους διαδικτυακούς μου φίλους ως το επόμενο πρωί.

Δούλευα σκληρά, πάνω από δέκα ώρες τη μέρα και πάνω από πέντε μέρες την εβδομάδα. Πού ελεύθερος χρόνος για προσωπική ζωή;

Το φανάρι των πεζών ήταν πράσινο. Άνοιξα το βήμα μου και διέσχισα τον δρόμο βυθισμένος στις σκέψεις μου. Στα αυτιά μου φορούσα -όπως πάντα- ένα ζευγάρι ακουστικά, και έτσι δεν άκουσα τα κορναρίσματα και τις φωνές.

Πρώτα ανέβηκα ψηλά, όχι πολύ ψηλά, ίσα δυο μέτρα από τη γη. Μα, σαν έπεσε κάτω το σώμα μου, σαν ξάπλωσε φαρδιά πλατιά στον υγρό αυτοκινητόδρομο, το πνεύμα μου συνέχιζε να αιωρείται, αρκετά μάλιστα μέτρα από τη γη. Είδα τον εαυτό που πιο μόνο από ποτέ τότε. Να περιτριγυρίζεται από έναν σωρό περίεργα βλέμματα. Και έπειτα μία νεαρή κοπέλα, στην ηλικία μου κοντά, να τρέχει προς το μέρος μου και να απομακρύνει όσους με κύκλωναν.

«Σας παρακαλώ» τους φώναζε και τους έσπρωχνε. «Κάντε λίγο χώρο να περάσω, σας παρακαλώ».
Αλλά εκείνοι είχαν τόσο σφιχτά συσπειρωθεί γύρω μου, που ο κλοιός τους δεν έλεγε να σπάσει.
Έβγαλε τότε μια κραυγή. Μια κραυγή πιο δυνατή και από τη δική μου. Και τότε έκαναν άπαντες μερικά βήματα πίσω.

«Μην τα παρατάς» μου έλεγε, μα εγώ είχα σχεδόν εγκαταλείψει τις προσπάθειες. «Ανάσαινε» μου φώναζε και, με τις γροθιές της, χτυπούσε τον στέρνο μου.

Είχα τόσο απογοητευτεί, θυμάμαι.

«Μια ώρα» ψιθύριζα. «Μόνο μια ώρα. Αυτό μονάχα ζητώ».

Μια ώρα μου έφτανε, γιατί τώρα γνώριζα καλά πώς έπρεπε να την αξιοποιήσω. Δεν ήξερα εάν θα παραλάβαινα να κάνω δραματικές αλλαγές στη ζωή μου, ήξερα όμως πως έπρεπε να συναντήσω δυο τρεις ανθρώπους που με συντρόφευαν από τα παιδικά μου χρόνια και που, εξαιτίας μου, είχαμε χαθεί τον τελευταίο καιρό.

Μια ώρα ήθελα. Πολλά ζητούσα; Να τους βρω, να τους ζητήσω συγγνώμη και να πιώ μαζί τους τον τελευταίο μου καφέ, συλλογιζόμουν και έκανα, από συνήθεια, πως σκούπιζα τα δάκρυά μου.
Τα χείλη της κοπέλας εκείνης, που έμοιαζε με άγγελο, σφράγισαν τα δικά μου. Η βουή σταμάτησε, ο ουρανός σιγά σιγά σκοτείνιασε…

Όταν άνοιξα ξανά τα μάτια μου, την είδα να στέκεται από πάνω μου και να με παρατηρεί. Να μου χαμογελά, και να αστράφτει η πλάση.

Να είμαι άραγε στη γη ή στον ουρανό, αναρωτήθηκα. Μα εκείνη δεν υπήρχε λόγος να βρίσκεται εκεί. Είχα μάλλον σταθεί τυχερός.

«Παραμιλούσες» μου είπε. «Κάτι ζητούσες, μα δεν μπόρεσα να ακούσω τι».

Μπορεί εκείνη να μην είχε κατορθώσει να βγάλει νόημα, εγώ όμως θυμόμουν ακόμη τι ήταν εκείνο που ψέλλιζα: «Μια δεύτερη ευκαιρία».

Πίσω της πρόβαλε μια παρέα παιδιών, πριν ακόμη αποσώσω τις σκέψεις μου. Μια παρέα αγοριών που είχαν πια μεγαλώσει αρκετά. Δεν ήταν η όψη τους όπως ακριβώς την είχα στον νου. Όμως ήταν εκείνοι, δε με γελούσανε τα μάτια μου. Είχαν έρθει να μου δώσουν αυτό που απεγνωσμένα ζητούσα: χρόνο από τον χρόνο τους. Και εγώ, πιο ευτυχισμένος από ποτέ άλλοτε, αποσυνέδεσα από πάνω μου όλα τα μηχανήματα και έτρεξα προς το μέρος τους.

Μπήκαμε στο ασανσέρ και ανεβήκαμε στο ομορφότερο σημείο του νοσοκομείου, στην καφετέρια εκείνη με τα πολύχρωμα λουλούδια, τον γυάλινο θόλο και την απαλή μουσική που κρατούσε μακριά τις πονεμένες κραυγές των ασθενών. Τη νύχτα εκείνη το φεγγάρι είχε καρφιτσωθεί στον ουρανό και δεν έλεγε να ξεπιαστεί και να βουτήξει στα παγωμένα νερά της λίμνης που αντίκριζα.

Είχα δώσει μία υπόσχεση που έπρεπε να κρατήσω. Μόλις λοιπόν σήμανε δώδεκα το μεγάλο στρογγυλό ρολόι που έκανε το μονότονο θαλασσί του τοίχου να δείχνει λιγότερο βαρετό, γύρισα στο κρεβάτι μου, τράβηξα την κουβέρτα ως το κεφάλι και έκρυψα καλά το πρόσωπό μου. Ανάσαινα βαθιά και περίμενα… Περίμενα και ανάσαινα βαθιά…

Κάποια στιγμή βυθίστηκα σε βαθύ ύπνο. Και ξύπνησα εβδομάδες αργότερα. Ακόμη δεν μπορώ να εξηγήσω το γιατί -μαζί με εκείνη τη μέρα- παρατάθηκε επίσης και η ζωή μου. Όμως δε με ενδιέφερε και δε με ενδιαφέρει να βρω την εξήγηση, με νοιάζει πλέον μόνο να χαίρομαι την κάθε μου μοναδική στιγμή.

2η αποκριάτικη γιορτή στην Πύλη

Τετάρτη 14 Φεβρουαρίου 2018

Ακόμη μία χρονιά, δεύτερη στη σειρά, ο Δήμος Πύλης διοργάνωσε αποκριάτικη γιορτή για όλα τα παιδιά. Τρεις ολόκληρες ώρες, μικροί και μεγάλοι ξεφαντώσαμε, παίξαμε, τραγουδήσαμε, χορέψαμε και, φεύγοντας, ανανεώσαμε το ραντεβού μας για τον επόμενο χρόνο.

Θα ήθελα να ευχαριστήσω μέσα από την καρδιά μου τον Δήμο Πύλης για την εμπιστοσύνη που δείχνει στο πρόσωπό μου, όλους τους συμμετέχοντες και εκείνους που, μαζί με εμένα, εργάστηκαν σκληρά ώστε να έχουμε αυτό το όμορφο αποτέλεσμα.

Καλές απόκριες σε όλους!



 


Αντιμέτωπη με τον χειρότερο εχθρό μου

* Φωτογραφία (Pixabay/12019)

Από τα έντεκά μας περίπου χρόνια έως τα τριάντα τρία, η παρέα μας παρέμεινε ενωμένη. Έντεκα αγόρια και εφτά κορίτσια. Καμία εισχώρηση, καμία αποχώρηση, καμία απουσία από το ετήσιο ραντεβού μας κοντά δύο δεκαετίες. Κάθε χρόνο, στις 13 Αυγούστου, είμασταν όλοι εκεί, στο ίδιο ακριβώς σημείο, πιστοί στο ραντεβού μας. 

Ήτανε ξημερώματα Σαββάτου. Όπως κάθε άλλη χρόνια, συγκεντρωθήκαμε πολύ πριν ανατείλει ο ήλιος στην έξοδο της πόλης, ανταλλάξαμε αγκαλιές και φιλία και αναχωρήσαμε. Αφήσαμε πίσω μας τα φώτα και τη βουή και αρχίσαμε να ανεβαίνουμε το βουνό. Η μία στροφή διαδεχόταν την άλλη και το ένα έλατο παραχωρούσε τη θέση του στο άλλο. Φτάσαμε στον προορισμό μας δίχως να καταλάβουμε το πότε. Παρκάραμε τα οχήματά μας κοντά στον αυτοκινητόδρομο και ακολουθήσαμε το γνωστό μονοπάτι που χανόταν βαθιά μέσα στο δάσος, ώσπου βρεθήκαμε στο ανοιχτό εκείνο σημείο όπου κατασκηνώναμε πάντα. Ο μόνοι ήχοι που έφταναν στα αυτιά μας ήταν τα γέλια μας, τα μελωδικά κελαηδίσματα των πουλιών και τα γάργαρα νερά του ποταμού που βρισκόταν λίγα μέτρα πιο μακριά. 

Στρώσαμε τις κουβέρτες μας, ξαναπλώσαμε ο ένας πλάι στον άλλον και μείναμε ευτυχισμένοι να κοιτάμε τον καταγάλανο ουρανό. Κάποια στιγμή το μπλε του χρώμα άρχισε να βάφεται σταδιακά γκρίζο, να γίνεται μουντός, καταθλιπτικός. Ένα δυνατό σφύριγμα του ανέμου μάς έκανε να πεταχτούμε από τη θέση μας και να κολλήσουμε πλάτη πλάτη ο ένας στον άλλο. Μια περίεργη οσμή μας κύκλωσε. Τα μάτια μας άρχισαν να τσούζουν και να δακρύζουν. Σε απόσταση αναπνοής από εμάς βρέθηκε μια αγριεμένη πύρινη λαίλαπα. Χωριστήκαμε στη στιγμή. Άλλος έφυγε προς τον βορρά, άλλος προς τη δύση. 

Έτρεχα ξέπνοη προς την κορυφή του βουνού. Προς ένα σημείο που μου είχαν κάποτε πει ότι υπήρχε ένα καταφύγιο κυνηγών. Πήγαινα εγώ μπροστά και ξοπίσω μου έρχονταν δαιμονισμένες οι φλόγες. Τους φίλους μου τους είχαν μάλλον καταβροχθίσει και τώρα είχε φτάσει η δική μου σειρά. Από λεπτό σε λεπτό θα ερχόμουν αντιμέτωπη με τον μεγαλύτερο φόβο μου, όμως δεν ήμουν ακόμη έτοιμη να τον αντιμετωπίσω. 

Ένα πέτρινο σπίτι ξεπρόβαλε μπροστά μου. Μπήκα βιαστικά μέσα. Μια βαριά σιδερένια πόρτα με χώριζε από τον θάνατο μόνο. Την ανάσα του την ένιωθα καυτή. Έπρεπε να παλέψω για τη ζωή μου, όμως εγώ προτίμησα κουλουριαστώ σε μια γωνιά. Το δωμάτιο γέμισε ασφυκτικά καπνούς. Δυσκολευόμουν πολύ να αναπνεύσω. Ο χειρότερος εχθρός μου είχε βρει έναν τρόπο να με πλησιάσει. Τα βλέφαρά μου βάρυναν, το σώμα μου του παραδόθηκε αμαχητί, ο νους μου πέταξε φευγαλέα εδώ και εκεί, μα, στο τέλος, επέστρεψε σε εμένα. 

Τα μάτια μου άνοιξαν ξαφνικά. Το μέρος στο οποίο βρισκόμουν δε θύμιζε σε τίποτα το προηγούμενο. Η αναπνοή μου επανήλθε στους κανονικούς της ρυθμούς, ωστόσο η ανάγκη μου να βγω από το σπίτι παρέμενε έντονη. Ήθελα τόσο να αφήσω για πάντα πίσω μου τον εφιάλτη της περασμένης νύχτας, αλλά ήθελα και κάτι ακόμη, πολύ πιο σημαντικό, να κάνω: Άνοιξα την πόρτα του σπιτιού μου, μπήκα στο αυτοκίνητό μου και κίνησα να συναντήσω τους φίλους μου, οι οποίοι με περίμεναν καρτερικά ώρα πολλή, μιας και αυτή τη φορά ο ύπνος με είχε για τα καλά πάρει.